Η θλίψη του Βελγίου

verdriet_van_belgie
Standard

Αυτή την περίοδο και μετά από αναγνώσεις μηνών (για να μην πω “ετών”), ολοκληρώνω το διάβασμα του μεγαλειώδους βιβλίου του Ούγκο Κλάους «Η Θλίψη του Βελγίου«. Όπου το  «ολοκληρώνω» ας διαβαστεί ως κάτι σχετικό, μια κι ανάγνωση ενός τέτοιου βιβλίου δεν είναι η κλασική, γραμμική, “μια κι έξω”.

Δε θα επιμείνω εδώ περισσότερο στη σημασία του έργου, μια και τα έχουν πει άλλοι καλύτερα και πριν από μένα. Στο μέλλον, βέβαια, θα επανέλθω και στο βιβλίο και στον συγγραφέα, αυτόν τον ανεπανάληπτο πεζογράφο και ποιητή.

Η πρώτη προσέγγιση με τον Claus συνοδεύεται από τις σχετικές αναγνωστικές παρενέργειες απέναντι σε κάτι “κλασικό”. Δέος μπροστά στον όγκο της δουλειάς, αμφιβολία για το κατά πόσο κάτι τόσο μεγάλο θα μας αφορά πραγματικά.

Κι όμως, παρά τη “θλίψη” στον τίτλο και αυτό το βιβλίο και τα υπόλοιπα έργα του Κλάους δεν αργούν να σε αιχμαλωτίσουν. Προσωπικά θεωρώ μεγάλη παράλειψη το ότι ένας τέτοιος λογοτέχνης δεν πήρε το Νόμπελ όσο ζούσε και -όσο κλισέ κι αν ακουστεί- αμφιβάλλω αν στο μέλλον θα ξαναβγεί ένας τέτοιας εμβέλειας χειριστής της φλαμανδικής/ολλανδικής γλώσσας.

Θερμά συγχαρητήρια αξίζουν στον Καστανιώτη για μια ακόμα προσεγμένη σ” όλα έκδοση και κυρίως στον Γιάννη Ιωαννίδη για μια μετάφραση που αναμετράται «στα ίσια» με το πρωτότυπο, πραγματώνοντας μνημειώδεις μεταγραφές που μεταγγίζουν πολλά και στη δική μας γλώσσα.

Αν θα έπρεπε να συνοψίσω αυτό που ξεχωρίζει τον Κλάους σε λίγες λέξεις, θα έλεγα ότι πρόκειται για την ικανότητά του να μην αφήνει στιγμή ούτε τη γλώσσα ούτε την πλοκή να πάρουν προβλέψιμους δρόμους. Αυτό σε συνδυασμό με το θανατηφόρο χιούμορ αλλά και την ποιητική ευαισθησία του, κάνουν την ανάγνωση της θλίψης του Βελγίου μια άκρως απολαυστική εμπειρία.

Αντί επιλόγου, δυο τυχαία σταχυολογήματα από τις κοντά 600 σελίδες του τόμου:

«“Μακριά τα χέρια σου, πρόστυχε”, είπε προς το αγόρι που ροχάλιζε και την ίδια στιγμή απόδιωξε δύστροπα και την εικόνα της κόρης του φαρμακοποιού, όπως ήταν καθισμένη πίσω από τον οδηγό του λεωφορείου στο δρόμο για το Βίρεμπεϊκε με ολόκληρη τη θλίψη του Βελγίου στα πλατιά της μάτια, που όπως αντανακλούσαν στο τζάμι έλεγες πως τον κοίταζαν. Από μια χαραμάδα της ξεχαρβαλωμένης πόρτας της αποθήκης κοίταξε τα αστέρια που δεν βρίσκονται εκεί που νομίζουμε πως βρίσκονται, γιατί το φως μερικές φορές κάνει παράξενους ελιγμούς προτού φτάσει σ” εμάς».

«Ο Λουί ονειρεύτηκε δυο αρμαδίλους βαμμένους σε χρώμα παστέλ που ψαχούλευαν σε παραδεισένιους θάμνους και μετά σκαρφάλωσαν άτσαλα σ” ένα ξύλινο ικρίωμα που είχε στηθεί κάτω από το Μπέλφορτ της Βάλε, μια ετοιμόρροπη εξέδρα με σημαίες και λουλουδάτα στεφάνια, επάνω στην οποία στεκονταν ο Σόστερς και ο Ντε Κούνε, μασώντας τσίχλα, φορώντας τη ζώνη με το κρίνο των Προσκόπων. Ήχος τυμπάνων ακουγόταν χαμηλόφωνα. Μια ουβερτούρα. Ήθελε να πάει εκεί, γιατί του έριχναν ικετευτικά βλέμματα, η Μαμά είπε: “Καλά, πήγαινε, μπορείς να πας να τους βοηθήσεις, μα πρώτα πρέπει να χτενίσεις τα μαλλιά σου, έλα, άσε με να το κάνω εγώ.”

Ο Λουί δεν μπόρεσε ν” αντισταθεί, απόθεσε το κεφάλι του στα γόνατά της σαν να το “βαζε σε κούτσουρο χασάπη. Κάτω από το φόρεμα που είχε ζωγραφισμένα μάτια παγονιού έβγαλε ένα καυτό ψαλίδι για φριζάρισμα. “Μαμά, θ” αργήσω. Άκου, τα τύμπανα άρχισαν να δυναμώνουν! Σε παρακαλώ! Έλα τώρα!”, αλλά αυτή συνέχισε να του κατσαρώνει τα μαλλιά, η μπριγιαντίνη τσιτσίρισε.»