Συνέντευξη με τον Mario Molegraaf

Warren_en_Molegraaf
Standard

Ο Mario Molegraaf (Μάριο Μόλεγρααφ) γεννήθηκε το 1960. Μαζί με τον ποιητή και συγγραφέα Hans Warren (Χανς Βάρρεν), σύντροφό του από το 1978, μετέφρασαν Έλληνες ποιητές, ενώ οι εξαιρετικές μεταφράσεις τους όπως  αυτές του Καβάφη έκαναν γνωστή την ελληνική ποίηση στο ολλανδόφωνο κοινό. Μεταξύ άλλων, είναι γνωστοί για την ανθολογία «Ο καθρέφτης  της ελληνικής ποίησης» και την μετάφραση των Απάντων του Πλάτωνα. Ο Μόλεγρααφ συνεχίζει να μεταφράζει και να γράφει για την μεγάλη του αγάπη, την ποίηση ενώ το ενδιαφέρον του για την Ελλάδα παρεμένει αμείωτο, όπως διαβάζουμε και στις τακτικές συνεργασίες του με το περιοδικό Λυχνάρι.

Το taal.gr είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει μαζί του για θέματα που αφορούν την ελληνική και ολλανδική ποίηση.

Klik hier voor een Nederlandse versie van het interview

Πώς προέκυψε η σχέση σας με την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα;

Στο βιβλίο μου ‘Het wekkertje van 23:34’ περιλαμβάνεται ένα παλιότερο άρθρο που είχα γράψει με τίτλο «Το πρώτο βήμα». Εκεί περιγράφω εκτενώς το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα, το 1979. Ήταν η χρονιά που έκλεισα τα 19 μου χρόνια· γιόρτασα μάλιστα εκεί και τα γενέθλιά μου.

Όπως έχει συμβεί και σε άλλους, το ενδιαφέρον μου για την ελληνική αρχαιότητα και τα Αρχαία Ελληνικά είχε προηγηθεί του ενδιαφέροντός μου για τη σύγχρονη Ελλάδα και τα Νέα Ελληνικά. Εκείνο που συνέδεσε αυτούς τους δύο κόσμους, την αρχαία και τη σημερινή Ελλάδα, ήταν η ποίηση του Καβάφη.

Eκτός από τα Ελληνικά μεταφράζετε κι από άλλες γλώσσες. Ποιες ιδιαιτερότητες διακρίνετε στην μετάφραση από τα Ελληνικά;

Τα έργα που έχω μεταφράσει από τα Ελληνικά καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος: Πλάτωνα, τα Ευαγγέλια αλλά και μοντέρνα ποίηση. Μεταφράζω όντως κι από άλλες γλώσσες, όπως τα Αγγλικά και τα Γαλλικά, πράγμα που κάνω με μεγάλη ευχαρίστηση και με όλη μου την αφοσίωση. Πρέπει όμως να παραδεχτώ ότι το κίνητρο για να μεταφράσω από τα Ελληνικά ήταν πάντα η αγάπη. Επρόκειτο πάντα για κείμενα τα οποία θαυμάζαμε ο Χανς Βάρρεν κι εγώ, κείμενα που τα επιλέγαμε οι ίδιοι. Ενώ για τις υπόλοιπες δουλειές μου ισχύει συνήθως ότι είναι κατά παραγγελία και άρα δεν διαλέγω ο ίδιος τα προς μετάφραση κείμενα.

Έχω αφιερώσει πολλά χρόνια στο έργο του Πλάτωνα, αρχικά με τον Χανς Βάρρεν και κατόπιν μόνος μου. Η  μετάφραση  εξάλλου είναι το επάγγελμά μου, η κύρια πηγή εισοδήματός μου. Όταν λοιπόν τελείωσε η μετάφραση του Πλάτωνα, διαπίστωσα ότι δεν μπορείς να ζήσεις μόνο μεταφράζοντας από τα Ελληνικά. Εξού και η ενασχόληση με άλλες γλώσσες.

Εννοείται ότι κάθε φορά που δουλεύεις με μια άλλη γλώσσα πρέπει να αξιοποιήσεις  διαφορετικές πηγές γνώσεων. Για μένα προσωπικά, όμως, η μετάφραση ενός κειμένου του Πλάτωνα ή ενός ποιήματος του Καβάφη απαιτεί και επιπρόσθετες ικανότητες άλλου τύπου. Εν τέλει, σαν μεταφραστής, άσχετα από το αν δουλεύεις π.χ. ένα άρθρο ή κάποιο δείγμα πειραματικής ποίησης, παλεύεις με ένα και μοναδικό ερώτημα: μπορείς να κάνεις τον Ολλανδό αναγνώστη να νιώσει το ίδιο όπως ο αναγνώστης του πρωτότυπου;

Μαζί με τον Χανς Βάρρεν δημιουργήσατε την ανθολογία «Ο καθρέφτης της ελληνικής ποίησης» (‘Spiegel van de Griekse poëzie’). Με ποια κριτήρια επιλέξατε τους ποιητές και τα ποιήματα που περιελήφθησαν σε αυτή;

Αυτή την (πάντα ακανθώδη) ερώτηση έχουμε προσπαθήσει να την απαντήσουμε στον πρόλογο της ανθολογίας. Μια ανθολογία, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να έχει στόχο να φέρει τα πάνω κάτω σ” έναν λογοτεχνικό κανόνα ο οποίος έχει διαμορφωθεί ανά τους αιώνες. Από την άλλη, ένα τέτοιο βιβλίο θα ήταν βαρετό αν έλειπαν εντελώς οι προσωπικές πινελιές.

Το πιο σημαντικό κριτήριο για την επιλογή, λοιπόν, ήταν κατ” αρχήν το πόσο σπουδαίοι θεωρούνται κάποιοι ποιητές και κάποια ποιήματα με βάση τα εγχειρίδια λογοτεχνίας.  Αυτή η μέθοδος όμως χάνει σε αποτελεσματικότητα όσο ερχόμαστε πιο κοντά στο σήμερα. Φυσικά, μεγάλο ρόλο έπαιξε και η διαθεσιμότητα ή μη των μεταφράσεων. Αν και τελικά (έστω κι αυτό δεν είναι τόσο προφανές), από τη συγκεκριμένη δουλειά προέκυψαν τελικά πολλές καινούργιες μεταφράσεις, κάποιες από τις οποίες τις κάναμε οι ίδιοι.

Μαζί με τον Χανς Βάρρεν παίξατε έναν σημαντικότατο ρόλο στο να έρθουν οι Ολλανδοί αναγνώστες σε επαφή με την ελληνική λογοτεχνία. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η σχέση του ολλανδικού αναγνωστικού κοινού με την σύγχρονη ελληνική ποίηση και πεζογραφία;

Ίσως εκείνη την εποχή να ευνοηθήκαμε από την χρονική συγκυρία. Τη δεκαετία του ’80, στην Ολλανδία και την Φλάνδρα υπήρξε ένα γνήσιο ενδιαφέρον από τον τύπο αλλά και το κοινό για  την ξένη λογοτεχνία. Αυτό το ενδιαφέρον έχει στο μεταξύ εκλείψει, η αυλαία έχει πέσει. Αν κάτσω να το σκεφτώ, με σοκάρει η συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει πια καμία σχέση μεταξύ του ολλανδικού κοινού και της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ποιος εκδοτικός οίκος αυτή τη στιγμή στην Ολλανδία εκδίδει ελληνική λογοτεχνία; Βεβαίως, από τουρίστες που αγαπούν την Ελλάδα άλλο τίποτα, αλλά τα κίνητρα και ο βαθμός ενδιαφέροντός τους γίνονται προφανή όταν τους βλέπεις να μπαίνουν με τα μαγιό σε κάποιο μοναστήρι.

Οι Έλληνες ποιητές παραπονιούνται συχνά ότι δεν υπάρχουν αρκετοί αναγνώστες ποίησης ή ότι τα ΜΜΕ δεν αφιερώνουν χώρο και χρόνο στην ποίηση. Πιστεύετε ότι στην Ολλανδία γίνεται το ίδιο ή ότι η κατάσταση εκεί είναι καλύτερη;

Πιθανότατα η κατάσταση εδώ να είναι ακόμα χειρότερη. Είμαι της γνώμης ότι στην Ολλανδία υπάρχουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι οι οποίοι γράφουν ποίηση κι ούτε ένας που να τη διαβάζει. Προσωπικά θεωρώ ότι αποτελώ την φωτεινή εξαίρεση: δε γράφω ποτέ ποιήματα, αλλά διαβάζω καθημερινά ποιητικές συλλογές.

Φυσικά και γράφω άρθρα για ποιητές και ποίηση (ακόμα και για τα πιο καινούργια ονόματα στο χώρο) σε διάφορα έντυπα, όπως και μια επιφυλλίδα για την ποίηση στις εφημερίδες του ομίλου Wegener. Μ” αυτόν τον τρόπο καταφέρνω να προσεγγίσω ένα ευρύ κοινό έχοντας πλήρη συνείδηση του γεγονότος και προσαρμοζόμενος σε αυτό. Θέλω να περάσω το μήνυμα σε όσο πιο πολλούς αναγνώστες γίνεται ότι η ποίηση του σήμερα ταιριάζει απόλυτα στo σημερινό τρόπο ζωής. Αυτό το κάνω με σχεδόν ιεραποστολικό ζήλο, κάτι για το οποίο πολύ φοβάμαι ότι είμαι ο μόνος που το κάνει. Το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής κριτικής απευθύνεται σε ένα πολύ  περιορισμένο «μυημένο κοινό».

Όσοι αγαπούν την ολλανδική ποίηση, έχουν την πολυτέλεια να στραφούν σε διάφορες διαθέσιμες ανθολογίες, όπως «Ο καθρέφτης της σύγχρονης ολλανδικής και φλαμανδικής ποίησης» (‘Spiegel van de moderne Nederlandse en Vlaamse Dichtkunst’), στη δημιουργία της οποίας έχετε παίξει ενεργό ρόλο. Κάθε σχετική ανθολόγηση μας αποκαλύπτει κάτι για τους ποιητές που επιλέχθηκαν αλλά και για εκείνον που τους διάλεξε. Ποιο ήταν το βασικό σας κριτήριο στη συγκεκριμένη επιλογή;

Φοβάμαι ότι κι εδώ τον κύριο ρόλο έπαιξε ο ιεραποστολικός ζήλος  που σας ανέφερα προηγουμένως. Σας παραπέμπω σχετικά στις τελευταίες γραμμές της εισαγωγής από την έκδοση του 2005.

(σ.σ. Στις συγκεκριμένες γραμμές ο Χανς Μόλεγρααφ γράφει: «Τα ποιήματα δεν προορίζονται για τους ποιητές, ούτε για τους ανθολόγους, αλλά για τους αναγνώστες. Αυτοί αποφασίζουν ποιος θα διαβαστεί τελικά, αυτοί είναι το «καθρέφτη, καθρεφτάκι μου» στο  τοίχο).

Πώς θα περιγράφατε την προσέγγισή σας στην ποίηση; Τι σας χαρακτηρίζει σαν αναγνώστη ποίησης;

Όπως σας είπα ήδη, έχω την εντύπωση ότι είμαι ο τελευταίος αναγνώστης ποίησης στην Ολλανδία. Έχω βιβλιοθήκες επί βιβλιοθηκών γεμάτες με ποιητικές συλλογές κι ούτε ένα μυθιστόρημα στην κατοχή μου. Δεν διαβάζω ποτέ μυθιστορήματα, μετά την πρώτη γραμμή χάνω την υπομονή μου. Σ” ένα καλό ποίημα συμβαίνουν εκατό φορές περισσότερα πράγματα απ’ ότι σ’ ένα «πολυεγκωμιασμένο» πεζογράφημα. Φυσικά έχω κι εγώ τις προτιμήσεις μου αλλά θεωρώ ότι το ποιητικό μου γούστο διακρίνεται από ένα μεγάλο εύρος.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας λογοτέχνες της ελληνικής γλώσσας (ποίηση και πεζογραφία);

Η πεζογραφία δεν είναι το είδος μου, όπως σας εξήγησα, αλλά έχω πάρα πολλούς αγαπημένους Έλληνες ποιητές. Δε θα αποτελέσει νομίζω έκπληξη αν πω ότι στο νούμερο ένα εξακολουθεί να είναι ο Καβάφης και στο νούμερο δύο ο Σεφέρης.

Η ολλανδική ποίηση τρέχει  στις φλέβες μου και την παρακολουθώ στενά. Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την ελληνική ποίηση, αλλά είμαι αρκετά ενημερωμένος για να ξέρω ότι δεν  ανθεί ιδιαιτέρως  αλλά απ” την άλλη δεν έχει καθόλου βαλτώσει.

Θα “θελα πολύ να περάσω ένα ακόμα χέρι τον «Καθρέφτη της ελληνικής ποίησης», για να γίνει φανερό ότι υπάρχει ζωή μετά τον Καβάφη και τον Σεφέρη.  Αλλά οι πρακτικοί  λόγοι που προανέφερα όταν με ρωτήσατε για το ενδιαφέρον του ολλανδικού κοινού για την ελληνική λογοτεχνία νομίζω δεν θα μου επιτρέψουν κάτι τέτοιο.

Ευχαριστούμε!