Άννεκε Ιωαννάτου-Βιζέ

Άννεκε Ιωαννάτου-Βιζέ
Standard

Η Άννεκε Ιωαννάτου γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1947 στην Ολλανδία, όπου τέλειωσε το ουμανιστικό (ερασμιακό) γυμνάσιο και σπούδασε κλασική φιλολογία, νεοελληνική φιλολογία και συγκριτική γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης.

Στην Ολλανδία ήταν καθηγήτρια λατινικών και αρχαίων ελληνικών στη Μέση Εκπαίδευση και από το 1976 ζει στην Ελλάδα. Από το 1981 δούλεψε για πολλά χρόνια ως freelance διερμηνέας για τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μετέφρασε από τα Γερμανικά στα Ελληνικά το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Επίσης έχει μεταφράσει από τα Ολλανδικά στα Ελληνικά (μέχρι τώρα δεν έχει δημοσιευθεί) το έργο του Μουλτατούλι «Μαξ Χάβελααρ ή Οι δημοπρασίες του καφέ της Ολλανδικής Εμπορικής Εταιρείας», κλασικό πλέον έργο καταγγελίας της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης στην Ινδονησία. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» κα από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.

Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τα Ελληνικά;

Ουσιαστικά ξεκίνησε με τα αρχαία Ελληνικά στο παλαιού τύπου ερασμιακό γυμνάσιο, όπου διδάσκονταν μαζί με τα Λατινικά. Πέρα απ’ αυτό το υπόβαθρο, διάλεξα να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο κλασική φιλολογία, τον πολιτισμό δηλαδή της ελληνικής και της ρωμαϊκής αρχαιότητας. Θέλοντας, όμως, να μελετήσω την ελληνική γλώσσα σε όλες τις εκφάνσεις της, άρχισα προαιρετικά στο Πανεπιστήμιο μαθήματα της νέας ελληνικής γλώσσας. Αργότερα, για το διδακτορικό μου, επέλεξα σαν κύρια κατεύθυνση τα νέα Ελληνικά, κυρίως από το Σολωμό μέχρι σήμερα και σαν δευτερεύουσες κατευθύνσεις τη συγκριτική γλωσσολογία και τα αρχαία Ελληνικά. Όπως βλέπετε, πρόκειται για μια γερά θεμελιωμένη πορεία. Τώρα πια και μετά από 37 χρόνια στην Ελλάδα, οι σπουδές έχουν παντρευτεί την πράξη, όπως καταλαβαίνετε.

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η κύρια δυσκολία της μετάφρασης από τα Ολλανδικά στα Ελληνικά και αντίστροφα;

Οι δυσκολίες της μετάφρασης από μια οποιαδήποτε γλώσσα σε μια άλλη είναι πάντα πολλές, ιδιαίτερα αν οι γλώσσες αντιπροσωπεύουν μεγάλες πολιτισμικές διαφορές. Εννοώ αυτό το άπιαστο σύνολο κουλτούρας, οικονομικής ανάπτυξης, ιστορίας, συναισθήματος που έχει αποθηκεύσει ο κάθε λαός στη μνήμη του και που καθορίζει τον τρόπο που σκέφτεται, που μιλάει, τη νοοτροπία του κλπ.

Η μεταφορά από ένα τέτοιο σύνολο σ’ ένα άλλο, δεν μπορεί παρά να είναι δύσκολη. Γι’ αυτό και κάθε μετάφραση είναι μια παραχάραξη, αλλά πώς να το κάνουμε; Δεν μπορούμε να μάθουμε όλες τις γλώσσες του κόσμου για να διαβάζουμε τα πρωτότυπα. Αρα, η μετάφραση είναι σπουδαίο μέσο γνωριμίας των λαών μεταξύ τους. Γι” αυτούς τους λόγους, δεν είναι εύκολο να εντοπίσω μία και μόνο κύρια δυσκολία όσον αφορά τα Ολλανδικά.

Θέματα σύνταξης, αλλά και η συναισθηματική και ιστορική φόρτιση κάποιων λέξεων κάνουν το μεταφραστή να «κάνει πίσω» κατά κάποιο τρόπο, να ομολογήσει την «ήττα» του, αλλά και να αντιμετωπίσει την πρόκληση αυτή. Ας δώσω ένα παράδειγμα, το παράδειγμα των μετοχών, οι οποίες πολλές φορές στα Ελληνικά πρέπει να αποδοθούν περιφραστικά. Αν υπάρχουν πολλές μετοχές, το ελληνικό κείμενο βαραίνει εύκολα από πολλές μικρές περιγραφικές φρασούλες, με τις οποίες χάνεται η δυναμική της συμπυκνωμένης έκφρασης. Για να αποφευχθεί αυτό –και στο βαθμό που υπάρχει η δυνατότητα – μπορείς να  αλλάξεις ριζικά όλη την πρόταση, ώστε να λέγεται το ίδιο πράγμα, αλλά με πιο ελεύθερη μετάφραση. Ένα άλλο είναι, ότι τα νέα Ελληνικά δεν διαθέτουν απαρέμφατο. Όμως, στα Ελληνικά συναντάμε περισσότερο τα ουσιαστικά, τα οποία αν τα αφήσεις έτσι στα Ολλανδικά, βαραίνει άσχημα. Πρέπει να τα κάνεις ρήματα για να μην είναι πολύ στατικό, πολύ «άκαμπτο» και αφύσικο το κείμενο. Επομένως αλλάζεις τη σύνταξη.

Δεν εννοώ ότι είναι ελαττώματα αυτά. Η κάθε γλώσσα μπορεί να εκφράσει μια χαρά αυτό που θέλει να πει και όταν την διαβάζεις ή την ακούς, δεν χτυπάει κάτι σαν αδυναμία μες στην ροή του λόγου εκτός εάν… ο γράφων ή ο ομιλητής δεν είναι καλός, αλλά τότε δεν φταίει η γλώσσα!  Γενικά πρέπει ο μεταφραστής να πάρει αποστάσεις από την κυριολεξία του κειμένου, να πάρει το μήνυμα και να το μεταφέρει ζωντανά στην άλλη γλώσσα. Κάτι, δηλαδή, σαν αυτό που κατά κόρον συμβαίνει στη διερμηνεία.

Τι βρίσκετε ενδιαφέρον στην ολλανδική γλώσσα και την ολλανδική λογοτεχνία;

Εδώ δεν θα είμαι και πολύ αντικειμενική, γιατί η πολύχρονη παραμονή μου σε «ξένη» χώρα έχει δημιουργήσει μια αυξημένη επιθυμία επιστροφής στα «δικά μου». Τα τελευταία χρόνια διαβάζω πολύ περισσότερο ολλανδόφωνη λογοτεχνία ανακαλύπτοντάς την ξανά, με πείρα ζωής πλέον και μετά από χρόνια ωρίμανσης και εμπλουτισμού γνώσεων. Έτσι, ξαναδιαβάζοντας κάποια βιβλία που είχα διαβάσει παλαιότερα, είτε απογοητεύομαι, είτε εκπλήττομαι. Πόσα δεν είχα δει τότε!

Πιάνοντας βιβλία που δεν ήξερα, ξεκινώ με πολύ θετική διάθεση. Είναι απόλαυση να διαβάζεις τη μητρική σου γλώσσα, που όσο νά “ναι, την ξέρεις καλύτερα από την καλύτερη σου ξένη γλώσσα. Ήταν οι πρώτοι ήχοι στην κούνια ακόμα, προέρχεται από τα σπλάχνα.

Στην ολλανδική γλώσσα και λογοτεχνία, όπως σε κάθε γλώσσα και λογοτεχνία, αντανακλάται η ιστορία της, η ιστορία του λαού που τη μιλάει. Η εξάπλωση της σε όλα τα πέρατα της γης από το 16ο αιώνα μέχρι σήμερα καθόρισε τις ντόπιες εμπειρίες (ανάλογα με το κοινωνικό στρώμα και τα βιώματα) αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι της ύλης της. Γι’ αυτό και -σαν κόκκινο νήμα- την διαπερνά ένα διεθνές πνεύμα, ιδωμένο μάλιστα μέσα από το κριτικό μάτι του συγγραφέα. Με «κριτικό» μάτι εννοώ την καταγγελία ή τουλάχιστον τα σοβαρά ερωτηματικά για θέματα όπως η αποικιοκρατία,  αλλά και σχετικά με τις ντόπιες κοινωνικές καταστάσεις.

Αυτό το τελευταίο στοιχείο ήταν πιο ισχυρό στην λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, όπως εξάλλου συνέβη και σε άλλες χώρες. Όταν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κατακτήθηκαν πολλά κοινωνικά δικαιώματα, βλέπουμε ότι η συγκεκριμένη θεματική μειώνεται στη μεταπολεμική λογοτεχνία. Αυξάνεται, όμως, η λογοτεχνία με θέμα τον πόλεμο και την αντίσταση. Τα ιστορικά γεγονότα αποτελούν μια ύλη.

Η ολλανδική γλώσσα είναι πολύ πιο πλούσια απ’ ο,τι συνήθως νομίζεται. Δεν είναι γλώσσα «μεγάλη» με την έννοια της παγκόσμιας διάδοσης. Γι’ αυτό είναι λιγότερο γνωστή και, ως γνωστόν, η άγνοια δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος. Έχω για παράδειγμα συναντήσει και την κωμικοτραγική άποψη ότι οι Ολλανδοί τάχατες δεν έχουν λογοτεχνία. Επίσης επικρατεί και μια ανιστόρητη άποψη, ότι τα Ολλανδικά είναι ένα μείγμα γερμανικών και αγγλικών, που προφέρονται σαν τα γερμανικά και γράφονται σαν τα αγγλικά ή το αντίστροφο, δεν θυμάμαι. Αυτά είναι αστεία πράγματα. Οι γλώσσες αυτές μπορεί να έχουν κοινές ρίζες, αλλά αναπτύχθηκαν σε μια όλο και μεγαλύτερη διαφοροποίηση.

Μαθαίνοντας καλά Ολλανδικά και μπαίνοντας στον κόσμο αυτής της γλώσσας, ο αναγνώστης έχει να πάρει πολλά, αλλά αυτό το λέω και για τις άλλες γλώσσες και κουλτούρες. Ισως οι κοσμοπολίτικες καταβολές της Ολλανδίας να αποτελούν το ενδιαφέρον στοιχείο, αυτό το μπόλιασμα από τους μακρινούς ορίζοντες, που σε συνδυασμό με το τόσο μικρό της μέγεθος σαν χώρα δημιουργεί μια ιδιομορφία. Δηλαδή, η ίδια μικρή, αλλά ο κόσμος της μεγάλος. Όλα αυτά τα λέω χωρίς να έχω σπουδάσει την ολλανδόφωνη λογοτεχνία. Μιλάω σαν αναγνώστρια και μάλιστα αναγνώστρια, που δεν μένει στη χώρα και που γι’ αυτό παρακολουθεί κατά κάποιο τρόπο σε δεύτερη ανάλυση τη λογοτεχνία του τόπου της.

Τι βρίσκετε ενδιαφέρον στην ελληνική γλώσσα και την ελληνική λογοτεχνία;

Εδώ αγγίζετε το θέμα της επιλογής μου ως σπουδής και χώρου ενδιαφέροντος. Ηδη σας μίλησα για την κλασική και νεοελληνική φιλολογία. Θα αφήσω απ’ έξω την αρχαιότητα, γιατί το ενδιαφέρον της είναι σαφές και η θέση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στο δυτικό πολιτισμό είναι αναμφισβήτητα πολύ σπουδαία, αφού αποτελεί ακόμα και θεμέλιο φιλοσοφικού στοχασμού και έχει αφήσει παρακαταθήκη ένα λεξιλόγιο σημαντικό κυρίως επιστημονικό. Υπάρχει συνέχεια στην ελληνική γλώσσα, δεν διακόπτεται και τα σημερινά ελληνικά είναι σίγουρα εξέλιξη των αρχαιότερων μορφών της. Η αρχαία ελληνική δεν είναι νεκρή γλώσσα! Ωστόσο, υπήρξε ένα μεγάλο κενό με ελάχιστη γραπτή παραγωγή. Τα 400 χρόνια κατοχής από την οθωμανική αυτοκρατορία απείλησαν σοβαρά τη γλώσσα με αφανισμό. Αυτό δε συνέβη, αλλά μετά την απελευθέρωση χρειάστηκε κάποια δουλειά διάσωσης.

Δεν θα μπω βαθύτερα στο ζήτημα Δημοτικής- Καθαρεύουσας, στη διαπάλη αυτή, που δημιούργησε δυστυχώς κάτι σαν διγλωσσία –να μην πούμε και πολυγλωσσία- μέσα στην ίδια γλώσσα επιφέροντας ζημιά και μεγάλο μπέρδεμα και στους ίδιους τους Ελληνες. Η γλώσσα είναι μέσο υλοποίησης της σκέψης. Αν για το εργαλείο αυτό δεν είναι σαφές για κανένα το πώς πρέπει να είναι, καταλαβαίνετε το κακό που γίνεται. Αν διδάσκεται πότε έτσι, πότε αλλιώς, καταλαβαίνετε το μπέρδεμα στο μυαλό των παιδιών που πάνε σχολείο.

Αλλά και ο αγώνας Δημοτικιστών και Καθαρευουσιάνων οδήγησε σε πολλές γλωσσικές υπερβολές και στα δύο στρατόπεδα. Μεγάλο κακό για έναν λαό να μην έχει έναν ενιαίο όργανο έκφρασης, το οποίο να καλλιεργείται ενιαία στα σχολεία, με μια διακομματική επιτροπή που να αποφασίζει τι θα διδάσκεται και πώς θα γράφεται, όπως γίνεται σε άλλες χώρες.

Όλη αυτή η ιστορία, όμως, κάνει την ενασχόληση με την ελληνική γλώσσα μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση. Και στην ελληνική λογοτεχνία αντανακλάται η ιστορία της και όλα όσα έχουν συμβεί στην ιστορία. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό σημαίνει: βάσανα πολλά. Ο πόθος της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας διάχυτος. Καθόλου περιέργο. Στο μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας της η χώρα ήταν κατεχόμενο από ξένες δυνάμεις έδαφος, ενώ η Ολλανδία –για να κάνουμε μια σύγκριση – μετά την 80χρονη κατοχή από την Ισπανία, που έληξε στις αρχές του 17ου αιώνα- ήταν η ίδια κατακτητική δύναμη. Μόνο για τα λίγα χρόνια του Ναπολέοντα και μια 5χρονη γερμανική κατοχή τη δεκαετία του ’40 υπήρξε ξανά κατεχόμενο έδαφος. Όλα αυτά αφήνουν κάτι στη συνείδηση (και το υποσυνείδητο) ενός λαού.

Ο ελληνικός λαός έκανε ένα ’21, ένα έπος του ’40 και μετά υπήρξε πολλή αντίσταση ενάντια σε ντόπιους και ξένους «σωτήρες». Είχαμε και μια χούντα, ένα Πολυτεχνείο. Με λίγα λόγια, πολύς αγώνας, πολλά βάσανα και βασανιστήρια και αυτό βρήκε την έκφρασή του σε μια πολύ αξιόλογη ποίηση και λογοτεχνία, κυρίως μέχρι και τη δικτατορία του 1967-74. Σαν παρένθεση να σας πω μια εμπειρία, που είχα πριν από 35 χρόνια, περίπου, όταν η Ολλανδική Πρεσβεία οργάνωσε μια ελληνο-ολλανδική ποιητική βραδιά. Ημουν στην επιτροπή επιλογής ποιητών. Όταν ο υπεύθυνος, πολιτιστικός ακόλουθος, της πρεσβείας με ρώτησε, γιατί όλα τα ελληνικά ποιήματα είναι μελαγχολικά, θλιμμένα και γιατί δεν διαλέγουμε κάτι το χαρούμενο, απάντησα με αυτά που μόλις σας είπα. Τι να πούμε, δηλαδή; «Παραπονεμένα λόγια έχουν τα τραγούδια μας, γιατί τ’ άδικο το ζούμε μέσα από την κούνια μας.» Θα το ξέρετε το τραγούδι αυτό.

Γι” αυτό και κυρίαρχα θέματα είναι η πάλη για την ελευθερία και ανεξαρτησία, η Μεγάλη Καταστροφή του 1922, τα χρόνια της Κατοχής, η κριτική ματιά στο «χωριό»,αλλά και η εξιδανίκευση του «χωριού» σαν θέμα, που εκφράζει έναν καημό της επιστροφής στα κατάδικά σου, αφού όλο σου παίρνουν την ταυτότητά σου κάποιες ξένες και ντόπιες δυνάμεις. Ο άξονας ηρωϊσμός-προδοσία (ενσαρκώνεται ιστορικά και συμβολικά σε δύο πρόσωπα, το Λεωνίδα και τον Εφιάλτη) διαπερνά σαν κόκκινο νήμα την ιστορία της Ελλάδας και γι’αυτό το βρίσκεις και πολύ στη λογοτεχνία με μια μειωτική τάση τις τελευταίες δεκαετίες, που ήταν στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας και οι πιο «ομαλές». Δεν είναι τυχαίο. Οι δύσκολες καταστάσεις φέρνουν δύσκολες αποφάσεις και μια απολυτότητα. Η θα λυγίσεις και θα συμβιβαστείς ή θα αντισταθείς. Δεν υπάρχει η «πολυτέλεια» του μεσοβέζικου, του μέσου δρόμου. Γι’ αυτό και η Ελλάδα του ’21, του ’40, για παράδειγμα, γέμισε ήρωες, αλλά και το στοιχείο της προδοσίας ήταν έντονα παρόν. Το ένα άκρο φέρνει το άλλο. Αν τέτοιες καταστάσεις  κυριαρχούν στην ιστορία ενός τόπου, το ακραίο, η έλλειψη μέτρου, γίνεται σχεδόν γονίδιο. Είναι διαλεκτικό το θέμα. Η λογοτεχνία, ξέρεις, παίρνει την ύλη της όχι μόνο από τα βιώματα του συγγραφέα, του ποιητή, αλλά και από την ιστορία του τόπου και όλα αυτά τα μετουσιώνει σε τέχνη. Νομίζω, πως το ενδιαφέρον της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας έχει γίνει σαφές από όσα είπα.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ολλανδοί και φλαμανδοί συγγραφείς;

Θα σας απαντήσω, με τον κίνδυνο αμέσως μετά να μου έρθουν στο μυαλό και κάποιοι άλλοι. Δεν μπορώ να πω ότι έχω έντονες προτιμήσεις για κάποιους. Οι αναγνώσεις μου ολλανδόφωνης λογοτεχνίας είναι αρκετά σκόρπιες και όχι σπάνια έχω διαβάσει μόνο ένα έργο ενός συγγραφέα ενώ ίσως τώρα θα έκανα άλλες ιεραρχήσεις. Επίσης διαβάζω κι άλλες λογοτεχνίες εκτός από την ελληνική και την ολλανδική.

Απ” τους πρώτους μου έρχεται στο μυαλό η Χέλλα Χάασε (Hella Haasse), μια δημιουργός με βαθιές ιστορικές καταβολές στο έργο της και με καλά επεξεργασμένες ψυχογραφίες των ηρώων της. Μια λογοτέχνιδα που, μπορώ να πω, αγαπώ το σύνολο του έργου της και στο έργο της οποίας φαίνεται, ότι μελετάει, ότι η ίδια ήταν πολύ καλλιεργημένη. Γενικά μπορώ να πω, ότι οι Ολλανδοί και Φλαμανδοί λογοτέχνες μελετούν, ασχολούνται σοβαρά με τα θέματά τους.

Επειτα ο Εντουάρντ ντι Περρόν (Eduard du Perron), ιδίως το «Χώρα προέλευσης» (Land van Herkomst). Ο Σλάουερχοφ (Jan Jacob Slauerhoff), περιπλανώμενος συγγραφέας, γιατρός στα καράβια και γι’ αυτό πολυταξιδεμένος, ποιητής επίσης που έλεγε συμβολικά «Μόνο στα ποιήματά μου μπορώ να κατοικώ». Ο Λουΐς Κουπέρους, ένας κλασικός δικός μας του 19ου αιώνα, μ’ άρεσε κάποτε παρά πολύ, αλλά έχω δεκαετίες να τον διαβάσω. Στα φοιτητικά μου χρόνια διάβασα πολύ Αννα Μπλάμαν (Anna Blaman), Άρτουρ βαν Σχένδελ (Arthur van Schendel) και Ρόλαντ Χολστ (Roland Holst). Σπουδαίος είναι κατά τη γνώμη μου ο σύγχρονος Τόμας Ρόζενμποομ (Thomas Rozenboom) και δη το συγκλονιστικό του «Δημόσια Εργα» (Publieke Werken) με μια βαθύτατη ψυχογραφία των ηρώων του συνδεδεμένη με τις κοινωνικές αλλαγές του τέλους του 19ου αιώνα. Ο Μάαρτεν τ’ Χαρτ (Maarten t’ Hart) έχει επίσης ενδιαφέρον σαν μια κάπως αιρετική μορφή των ολλανδικών γραμμάτων.

Πολλές φορές μ’αρέσουν κάποια έργα ή ακόμα μόνο ένα έργο ενός συγγραφέα. Η επιλογή μου, λοιπόν, είναι μια σταχυολόγηση απ’ ο,τι μου έρχεται πρώτα στο νου. Η Νέλλεκε Νόορντερβλιτ (Nelleke Noordervliet) μ’ αρέσει επίσης εν πολλοίς. Το πρώτο της βιβλίο, πολύ καλογραμμένο, ήταν για τη ζωή της γυναίκας του Μουλτατούλι, την Τίνε, έτσι ώστε χωρίς μελόδραμα να δεις τα πράγματα από μια άλλη πλευρά. Του Άρτουρ Γιαπέν (Arthur Japin) έχω διαβάσει μόνο το «Ο μαύρος με τη λευκή καρδιά», ένα εξαιρετικό βιβλίο.

Από τους Φλαμανδούς μού “ρχονται στο μυαλό ο Βίλλεμ Ελσχοτ (Willem Elsschot) και ο Ούγκο Κλάους (Hugo Claus). Και επειδή πρόσφατα ασχολήθηκα, επεκτείνοντας το λογοτεχνικό ορίζοντα, δεν μπορώ να μην αναφέρω τον Σουριναμέζο Κλαρκ Άκορδ (Clark Accord) με το ολοζώντανο ρεαλιστικό του «Η βασίλισσα του Παραμάριμπο» (De koningin van Paramaribo) και τη Σουριναμέζα Σίντια Μακλόντ (Cynthia MacLeod) με το μυθιστόρημα-χρονικό «Πόσο ακριβή ήταν η ζάχαρη» (Hoe duur was de suiker, έγινε ταινία), που μας εισάγει με απλή αφήγηση βαθιά στην αποικιακή σουριναμέζικη κοινωνία με τις φυτείες και την απάνθρωπη δουλεία, τις εξεγέρσεις των μαύρων σκλάβων και τη «λευκή» και καμιά φορά και «μαύρη» καταστολή τους. Στη ζωή στις φυτείες και τα μυστικά της παντοδύναμης ζούγκλας σε εισάγει και ο Άλμπερτ Χέλμαν (Albert Helman, Η σιωπηλή φυτεία).

Πράγματι, μπορείς να μάθεις πολλά από τη λογοτεχνία, με την προϋπόθεση ότι ο λογοτέχνης σέβεται τα ιστορικά γεγονότα. Σε εισάγει σε κόσμους άγνωστους. Παρ’ όλο που ακούγονται αγγλικά τα ονόματά των σουριναμέζων αυτών συγγραφέων, πρόκειται για ολλανδόφωνη λογοτεχνία. Και επειδή η ολλανδόφωνη λογοτεχνία δεν είναι μόνο της Ολλανδίας, θάθελα να αναφέρω και τη Μαρλένε βαν Νίκερκ (Marlene van Niekerk) από τη Νότια Αφρική με το βιβλίο της «Θρίαμβος»(Triomf). Για τα παραπάνω δεν ξέρω πάντα τι έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά. Είναι λίγο αυθαίρετα όλα αυτά, γιατί η ποσότητα είναι τόσο μεγάλη, που λέγοντας κάποιους αδικείς άλλους.

Αν κάποιος δεν είχε σχέση με την ολλανδική/φλαμανδική λογοτεχνία και θα ήθελε να την γνωρίσει, ποια 3-5 βιβλία θα του προτείνατε;

 Με όλη την επιφύλαξη λόγω προσωπικού γούστου, συγκρότησης και μόρφωσης του καθενός, θα έλεγα για τους Φλαμανδούς το «Η θλίψη του Βελγίου» του Ούγκο Κλάους και του Βίλεμ Ελσχοτ «Lijmen- Het Been»  (δύο μικρά μυθιστορήματα, που διαβάζονται ενωμένα), αλλά και το «Η απελευθέρωση» (De Verlossing, για την ολοκληρωτική δύναμη της Καθολικής εκκλησίας στην φλαμανδική ύπαιθρο, ενσαρκωμένη στη διαμάχη ανάμεσα σ’ έναν παπά και έναν άθεο χωρικό). Της Χέλλα Χάασε «Οι μεμυημένοι» (De ingewijden, που μάλιστα διαδραματίζεται στην Ελλάδα), του Αρτουρ Γιαπέν «Ο μαύρος με τη λευκή καρδιά». Του Βίλλεμ Φρέντερικ Χέρμανς (Willem Frederik Hermans, θεωρείται με τους Χάρι Μούλις (Harry Mulisch) και το Χέραρτ Ρέβε (Gerard Reve) ένας από τους «μεγάλους τρεις» της μεταπολεμικής ολλανδικής λογοτεχνίας), το ουσιαστικά υπαρξιακό «Το σκοτεινό δωμάτιο του Δαμοκλή», που παίζεται στη γερμανική κατοχή.

Ισως και η «Ανακάλυψη του ουρανού» του Μούλις να μην πρέπει να λείπει, αν και πιστεύω, ότι δεν είναι ο Μούλις συγγραφέας για να ξεκινήσεις. Θέλει γερά δόντια. Αυτό πάντως θυμάμαι, αλλά έχω πολλά χρόνια να τον διαβάσω. Πάντα υπάρχει η υποκειμενικότητα σε ο,τι λέμε. Φυσικά, για να γνωρίσεις μια λογοτεχνία, πρέπει να διαβάσεις πολλά. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου γνώστρια της ολλανδόφωνης λογοτεχνίας και ίσως υπάρχουν πιο κατάλληλες περιπτώσεις για να ξεκινήσεις. Στα Ελληνικά έχουν μεταφραστεί, περίπου, 130 βιβλία από τα Ολλανδικά.

Για πολλά χρόνια υπήρξατε παραγωγός τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών για το βιβλίο. Πείτε μας λίγα λόγια γι” αυτές.

Οι εκπομπές μου αυτές ήταν ιστορικές, φιλοσοφικές, λογοτεχνικές διαδρομές στο χώρο του βιβλίου και των εκδόσεων (τίτλος των ραδιοφωνικών εκπομπών «Από τη σμίλη στο Γουτεμβέργιο» και των τηλεοπτικών «Σελίδες Γνώσης»). Επιδίωξή μου ήταν πάντα να εξοικειώσω τον ακροατή/θεατή με αξιόλογα βιβλία, που προσφέρουν γνώση, ψυχαγωγία, κοινωνική ευαισθησία και ίσως τη διάθεση εμβάθυνσης, μια και τα μίντια σερβίρουν όλο και πιο «ξώφαλτσο» υλικό δημιουργώντας ζόμπι και όχι ανθρώπους. Χωρίς να είναι ασήκωτα βαριά μια εκπομπή, αλλά ούτε αβάσταχτα ελαφριά, προσπαθούσα να βρω τη χρυσή τομή και ελπίζω να έχω αγγίξει καρδιές και μυαλά. Από τις αντιδράσεις φάνηκε πάντως, ότι με κάποιες ψυχές, διψασμένες για γνώση, ευαιθησία και ποιότητα μέσα στη σαβούρα, επικοινώνησα…

Έχετε κάνει επισταμένη έρευνα και μετάφραση στα Ελληνικά του (ανέκδοτου ακόμα) βιβλίου του Μουλτατούλι Μαξ Χάβελααρ. Πείτε μας λίγα λόγια γι” αυτό το βιβλίο.

 Πράγματι, το Μαξ Χάβελααρ εδώ και λίγα χρόνια με συνοδεύει, διότι μεταφράζοντάς το άρχισα να διαβάζω γύρω από το θέμα, το πρόσωπο και τη ζωή του συγγραφέα, την εποχή του και την αποικιοκρατία και μου άνοιξε έναν καινούργιο ορίζοντα.  Η μετάφραση αυτού του καθόλου εύκολου βιβλίου-ντοκουμέντου-μυθιστορήματος ήταν μια σωστή πρόκληση. Εχει μεταφραστεί σε παρά πολλές γλώσσες, αλλά έξω από την Ολλανδία ή και τον ολλανδόφωνο χώρο έχει μάλλον ξεχαστεί.

Πρωτοκυκλοφόρησε το 1860 και αποτέλεσε τότε ένα κατηγορώ που ταρακούνησε την ολλανδική κοινωνία και προκάλεσε ένα κύμα συνειδητοποίησης για τις καταστάσεις στην Ινδονησία, τότε αποικία της Ολλανδίας. Η κραυγή αυτή του Μουλτατούλι (ψευδώνυμο του συγγραφέα Εντουαρτ Ντάουες Ντέκκερ) προκάλεσε, όπως καταλαβαίνουμε, και πολλές αρνητικές αντιδράσεις, αφού θίχτηκαν μεγάλα συμφέροντα και αποκαλύφθηκε μια αγαστή συνεργασία των ντόπιων αρχόντων με την ολλανδική διοίκηση εις βάρους του ντόπιου πληθυσμού.  Πολλά απ’ αυτά είχαν ήδη εντοπιστεί και περιγραφεί σε ντοκουμέντα κλπ, αλλά δεν έγιναν ευρύτερα γνωστά.

Ο Μουλτατούλι κάπου γράφει, ότι σκοπός του ήταν να βρει μια μορφή για να πει αυτά τα πράγματα με τρόπο που να προκαλέσουν αίσθηση και γι’ αυτό διάλεξε τη λογοτεχνική-μυθιστορηματική μορφή, αν και ο ίδιος πάντα επέμενε, ότι δεν γράφει λογοτεχνία. Το βιβλίο παρουσιάζει πολλές μορφές, υπάρχει το μυθιστορηματικό στοιχείο, το κοινωνικό παραμύθι (συγκλονιστικό το ιαβανέζικο «παραμύθι» για τον Σάϊντια και την Αντίντα, που χωρίς μελό δίνει ένα κομμάτι σκληρής ιστορικής πραγματικότητας, γνώρισε ξεχωριστές εκδόσεις) το ντοκουμέντο, το σατιρικό στοιχείο, έντονα παρόν στην ψυχογραφία του υποκριτή προτεστάντη μεγαλομπακάλη, που με την Αγία Γραφή στο χέρι «αποδείχνει» το σωστό της πιο αισχρής εκμετάλλευσης και της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους.

Το πιο σημαντικό μήνυμα του βιβλίου αυτού είναι το μήνυμα της αντίστασης, του χρέους να αντιστέκεσαι και να καταγγέλνεις, όταν βλέπεις την αδικία, με όσες συνέπειες έχει αυτό για σένα και τη ζωή σου. Ο Μουλτατούλι ήταν, μ’αυτή την έννοια, ένας «ακραίος». Μπορεί να τον έλεγαν τώρα «τρομοκράτη» με τους σημερινούς επίσημους προσδιορισμούς αυτής της έννοιας…

Πιστεύω λοιπόν, ότι είναι σύγχρονο το βιβλίο, μια και στον κόσμο τον ήδη από την εποχή πριν από τον Χάβελααρ παγκοσμιοποιημένο, η εκμετάλλευση, η αδικία πάλι όλο και μεγαλώνει.  Ελπίζω πράγματι να βρεθεί εκδότης για να κυκλοφορήσει και στα Ελληνικά. Παρ’ όλο που η υπόθεση του βιβλίου ίσως δεν προκαλεί άμεσα ιστορικά αντανακλαστικά στο ελληνικό κοινό, νομίζω πως γενικεύοντας τα φαινόμενα της διαφθοράς, της καταπίεσης και της αντίστασης ενάντια σ’ αυτά, θα έχει αρκετά αναγνωρίσιμα στοιχεία για να το κάνει επίκαιρο στις περισσότερες χώρες του σημερινού κόσμου.

Σας ευχαριστούμε!

Biblionet

 

One thought on “Άννεκε Ιωαννάτου-Βιζέ

  1. Γεροζήση Κυριακή

    Πολύ ενδιαφέρουσα, μεστή και σεμνή συνέντευξη. Αντιπροσωπεύει πολύ καλά την Άννεκε. Μαθαίνεις τόσα πολλά και ουσιαστικά για τις γλώσσες, τη λογοτεχνία, την ιστορία σε σχέση με την κοινωνία…‘Έτσι ήταν και οι ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές της, αξιόλογες όπως και η ίδια.

Comments are closed.