Συναντώντας τον Γκρούνμπεργκ

Arnon Grunberg – Tirza (bookfaced by Mijntje, Maastricht 2013)
Standard

This article in English

Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα από κοντά τον Άρνον Γκρούνμπεργκ στην Αθήνα. Την προηγούμενη, όμως, δεν ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας, αλλά κάποιος που του έμοιαζε πολύ και καθόταν απέναντί μου σ” ένα ψιλοάδειο βαγόνι του μετρό.

Ελάχιστοι βιβλιόφιλοι θα το παραδεχτούν ανοιχτά, αλλά το να διασταυρώνεσαι φευγαλέα στον δρόμο με τους αγαπημένους σου συγγραφείς –ακόμη κι εκείνους που έχουν από καιρό αποδημήσει, είναι μια από τις παρενέργειες με τις οποίες μαθαίνουν να ζουν όσοι κι όσες περνούν τον καιρό τους χαμένοι σε βιβλία.

Για μια τέτοια συνάντηση με κάποιον αγαπημένο συγγραφέα, δεν είναι απαραίτητο να έχεις δει πρώτα την φωτογραφία του, όπως μπορούν να σας πουν όσοι ορκίζονται πως οι δρόμοι τους έχουν κάποια στιγμή διασταυρωθεί με του Πύντσον.

Η περίπτωση του Γκρούνμπεργκ, βεβαίως, είναι διαφορετική: πολυφωτογραφισμένος, με συνεχή παρουσία σε εκδηλώσεις, εκπομπές κ.λπ., εκπέμπει ακούραστα το στίγμα του μέσω τακτικών ανταποκρίσεων και επιφυλλίδων στις ολλανδικές –και όχι μόνο- εφημερίδες, αλλά και στο μπλογκ του, το οποίο φροντίζει να ανανεώνει ανελλιπώς κάθε μέρα, απ” όποια γωνιά του κόσμου κι αν βρίσκεται.

Φέτος, οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν πολλές φορές. Δεν μιλάω μόνο για εκείνη την φορά που τον είδα στο αθηναϊκό μετρό (ή τον σωσία του τέλος πάντων, μια λεπτομέρεια που δεν έχει ιδιαίτερη σημασία επί του προκειμένου). Τη χρονιά της ζωής μου όπου ταξίδεψα περισσότερο από ποτέ, ήταν λες κι ο Γκρούνμπεργκ να ακολουθούσε τα βήματά μου – ή εγώ τα δικά του.

Μόναχο, Θεσσαλονίκη, Άμστερνταμ: οι πόλεις του σκηνικού. Όπως όμως συμβαίνει σε όλα τα καλά μυθιστορήματα, δεν ήταν τόσο εύκολο να συναντηθούμε. Την ώρα που π.χ. προσγειωνόμουν σε ένα αεροδρόμιο, ο Γκρούνμπεργκ πόσταρε τις περιπέτειες της δικής του αναχώρησης από εκεί. Ένα βράδυ που ήμουν σίγουρη ότι θα τον συναντούσα στους δρόμους μιας πόλης, εκείνος έκανε μια παρουσίαση σε κάποιο μακρινό της προάστιο, το όνομα του οποίου δεν είχα ξανακούσει.

Το βράδυ όμως της 10ης Δεκεμβρίου του 2013, ήρθε η ώρα για την πρώτη πραγματική συνάντηση που, όπως σ” ένα καλό μυθιστόρημα, ήταν γραφτό να γίνει στην Αθήνα. Τα χρόνια που ήμουν κάτοικος Ολλανδίας, ο Γκρούνμπεργκ δεν ήταν ακόμα ο αγαπημένος μου συγγραφέας.

Όταν έφτασα στο θέατρο Ιλίσια, όπου θα γινόταν η επίσημη πρεμιέρα της παράστασης Τίρζα (βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του), αρκετός κόσμος είχε ήδη μαζευτεί στο μικρό φουαγιέ και στην είσοδο. Πρώτον είδα τον πρέσβη της Ολλανδίας να έρχεται, πράγμα όχι και τόσο δύσκολο λόγω του ύψους του. Μου πήρε όμως κάποια ώρα να δω τον Γκρούνμπεργκ να στέκεται δίπλα του. Ήταν πιο κοντός απ” όσο τον φανταζόμουν και το ότι ήταν δίπλα στον πανύψηλο πρέσβη, ενέτεινε την αρχική εντύπωση.

Ο Γκρούνμπεργκ μιλούσε με την παρέα του, με τα χέρια στις τσέπες από ένα κοστούμι που θα ταίριαζε πιο πολύ σε ένα ανεπίσημο σουαρέ στον κήπο μιας έπαυλης παρά στο πρώτο πραγματικά κρύο βράδυ του φετινού χειμώνα. Αν δεν είχες δει την φωτογραφία του, αν δεν ήξερες ποιος είναι, δεν θα φανταζόσουν ότι ήταν το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς.

Μου αρέσουν οι καλλιτέχνες που μπαίνουν μαζί με το κοινό τους από την μπροστινή πόρτα, σκεφτόμουν, ενώ είχα κεντράρει στον συγγραφέα, τις κινήσεις του και τις κινήσεις της μάζας των ανθρώπων γύρω του. Τις σκέψεις μου διέκοψε ένα βιβλίο που μπήκε ανάμεσα σε μένα και το αντικείμενο της παρατήρησης.

Ήταν το «Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά» της Έμιλυ Ντίκινσον. Μου το είχε χώσει άγαρμπα στην μούρη ένας ανήσυχος νεαρός με φοβισμένα μάτια. «Πουλάω βιβλία για να ζήσω» επαναλάμβανε. Πριν προλάβω να αντιδράσω, είχε προχωρήσει στον επόμενο υποψήφιο πελάτη.

Ήταν ο πρέσβης. Για ένα δευτερόλεπτο, το βιβλίο της Ντίκινσον ανέβηκε στον αέρα και στάθηκε ανάμεσα σ” εκείνον και τον Γκρούνμπεργκ, αλλά πριν οποιοσδήποτε από τους δύο καταλάβει το παραμικρό, ο συνοδός τους είχε φροντίσει να απομακρύνει τον υπαίθριο πωλητή βιβλίων.

Θυμήθηκα πως ένας από τους λόγους της παρουσίας του Γκρούνμπεργκ στην Αθήνα είναι ένα ρεπορτάζ που ετοιμάζει με θέμα την κρίση, ανάλογο εκείνου που είχε κάνει από την Θεσσαλονίκη για την ολλανδική Volkskrant.

Πόσο ευκρινή εικόνα θα σχηματίσει για την κρίση στην Ελλάδα ο Γκρούνμπεργκ αν τον προστατεύουμε από όσους αναγκάζονται να πουλάνε βιβλία στις ουρές του θεάτρου για να ζήσουν;

Είχε έρθει η ώρα για να μπούμε μέσα, μαζί μας και ο Γκρούνμπεργκ με τον κύριο πρέσβη (ή ο κύριος πρέσβης με τον Γκρούνμπεργκ όπως υποθέτω θα ήθελε το πρωτόκολλο). Για την συζήτηση με τον συγγραφέα αλλά και την παράσταση που ακολούθησαν θα μπορούσα να γράψω πολλά, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου.

Το θέμα μου είναι η συνάντηση της αναγνώστριας με τον αγαπημένο της συγγραφέα, μια συνάντηση που γραφτό είναι από την μια να μην συμβεί ποτέ κι από την άλλη να επαναλαμβάνεται συνεχώς, μιας και καμία σοβαρή αναγνώστρια, κανένας σοβαρός αναγνώστης δεν έχει έναν και μόνο έναν αγαπημένο συγγραφέα.

Την περασμένη Τρίτη όμως, ο αγαπημένος μου συγγραφέας ήταν ο Γκρούνμπεργκ. Η θέση τέρμα αριστερά στην δεύτερη σειρά του θεάτρου είχε το μειονέκτημα της περιορισμένης ορατότητας στην σκηνή, μια χωροθέτηση-απόρροια του γεγονότος ότι δεν είχα κάνει ούτε έγκαιρη κράτηση, ούτε είχα κάποια πρόσκληση. Το κοινό της βραδιάς ήταν κοινό προσκλήσεων. Η θέση όμως, είχε το πλεονέκτημα ότι είχα καλή θέα στον ίδιο τον Γκρούνμπεργκ.

Η διακειμενικότητα και αυτοαναφορικότητα της βραδιάς ήταν αυτό ακριβώς που αποζητούσα. Ο συγγραφέας μιλάει για το έργο του· ο συγγραφέας βλέπει το έργο του σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνει· η αναγνώστρια βλέπει το έργο που έχει ήδη διαβάσει σε δύο γλώσσες και την ίδια στιγμή οριοθετεί περασμένες και μελλοντικές αναγνώσεις του μυθιστορήματος· οι Ολλανδοί του κοινού βλέπουν κάτι άλλο από τους Έλληνες, ο διπλανός μου βλέπει κάτι διαφορετικό από εμένα κι όλοι μαζί διαπιστώνουμε για άλλη μια φορά ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της βαθύτερης μοναξιάς είναι η παρέα με τα έργα τέχνης.

Όταν τελείωσε η παράσταση, ο Γκρούνμπεργκ έμεινε καθισμένος στην θέση του ενώ σιγά σιγά η αίθουσα άδειαζε.

«Ποτέ δεν θα είναι η πραγματικά κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο, γι” αυτό και το τολμώ τώρα», λέω με τα καλύτερα Ολλανδικά μου, σκύβοντας δίπλα του.

Με ευγένεια μου υπογράφει τα δύο βιβλία που όλη μέρα γυρνούσαν την Αττική, περιμένοντας υπομονετικά αυτή την στιγμή. Παλιότερα είχαν περιμένει σε ουκ ολίγα αεροδρόμια και σταθμούς τρένων σε πάνω από τρεις χώρες.

Τον ευχαριστώ και παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάνω στο σπίτι, κοιτάζω τις αφιερώσεις με την διεστραμμένη περηφάνεια που μόνο οι βιβλιόφιλοι μπορούν να καταλάβουν. Την θέση της όμως παίρνει γρήγορα μια αμφιβολία που ενώ ξέρω ότι είναι παράλογη, δεν μπορώ να την απωθήσω.

Μήπως, τελικά, εκείνος που είχα δει τότε στο μετρό να ήταν ο πραγματικός Γκρούνμπεργκ κι εκείνος που είδα απόψε να είναι απλώς ένας από τους κλώνους του που γυρίζουν τον κόσμο, ένας που ξέρει ακριβώς ποιες ατάκες θα πει σε μια παρουσίαση και μπορεί να παραχαράσσει με ακρίβεια την υπογραφή του; Είναι δυνατόν αυτός ο μικροσκοπικός άνθρωπος να βρίσκεται παντού και παράλληλα να γράφει, να γράφει συνέχεια;

Θα μπορούσε να ήταν κι έτσι σ” ένα περισσότερο ή λιγότερο καλό μυθιστόρημα –ανάλογα ποιος το γράφει.

Εξάλλου –και πέρα από την δική μου ζωηρή φαντασία, ο Γκρούνμπεργκ είναι ο κατ” εξοχήν συγγραφέας που έχει αναγάγει σε τέχνη το να είναι ο σωσίας κι ενίοτε ο κασκαντέρ του εαυτού του. Αφήνει τα βιβλία του να ακολουθούν τον δρόμο τους σαν μεταφράσεις, θεατρικές ή κινηματογραφικές διασκευές ενώ εκείνος φροντίζει άκοπα ώστε η ζωή του να γράφει το δικό της αυτοαναφορικό μυθιστόρημα. Ακόμη κι αυτό όμως, το γράφει καλά, με τον μοναδικό του γκρουνμπεργκικό τρόπο.

Λίγο πριν κλείσει η μέρα, διαβάζω ετεροχρονισμένα ένα διαδικτυακό μήνυμα:

Είναι 10 Δεκεμβρίου και σαν σήμερα γεννήθηκε η Έμιλυ Ντίκινσον.

One thought on “Συναντώντας τον Γκρούνμπεργκ

  1. Pingback: NADIA POULOU

Comments are closed.