Το Nederlands Dans Theater I (NDT I) είναι γνωστό και αρκετά δημοφιλές στο ελληνικό κοινό. Η παγκοσμίως αναγνωρισμένη ομάδα σύγχρονου χορού, με σημερινή έδρα της τη Χάγη και ιστορική πορεία από το 1959 με κορυφαίους χορογράφους όπως ο Jiří Kylián και ο Hans van Manen , βρέθηκε ξανά στο Μέγαρο Μουσικής στις 5, 6 και 7 Μαρτίου, για τρεις παραστάσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέρος του Nederlands Dans Theater, εκτός από την ομάδα Ι (NDT I) της εν λόγω παράστασης και την ομάδα ΙΙ (NDT II) των νέων ανερχόμενων ταλέντων, υπήρξε και η ομάδα ΙΙΙ (NDT III) η οποία δημιουργήθηκε το 1991 με πρωτοβουλία του Jiří Kylián και την οποία αποτελούσαν μεγάλοι σε ηλικία χορευτές (από 40 ετών και άνω). Η NDT III όμως τερμάτισε το έργο της το 2006 λόγω περιορισμένης χρηματοδότησης.
Η ομάδα Ι λοιπόν επανήλθε στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής. Βρέθηκα στην κατάμεστη αίθουσα, επιλέγοντας να παρακολουθήσω την παράσταση μην έχοντας διαβάσει από πριν κάτι σχετικό, χωρίς την παραμικρή πληροφορία που θα μπορούσε να προκαταβάλει την υποκειμενική μου πρόσληψη. Εξάλλου, η ανάμνηση παλιότερων παραστάσεών τους αρκούσε για να δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες για το επερχόμενο δρώμενο.
Έτσι, όσο πιο ανυποψίαστη γίνεται, βυθίστηκα στις τρεις χορογραφίες, παραδίνοντας τη λογική μου στο συγκινησιακό βίωμα του χορού. Γρήγορα συνειδητοποίησα πως αυτό που εκτυλισσόταν μπροστά μου ήταν κάτι πολύ βαθύτερο από έναν έντεχνο και τεχνικά άριστο συνδυασμό κίνησης και μουσικής. Οι χορευτές του NDT I μπορεί όντως να έχουν την άριστη τεχνική και την εκφραστικότητα της γλώσσας του σώματος για την οποία φημίζονται, εδώ όμως φάνηκε να πήγαν τη διεργασία ένα βήμα παραπέρα.
Σε καθεμιά από τις χορογραφίες, ένιωθα ενεργό υποκείμενο μιας διαλεκτικής διαδικασίας έκφρασης αντιθέτων, συνεχούς έλξης και απώθησης, εναλλασσόμενης ταύτισης και διαχωρισμού συναισθημάτων, δεμένα όλα σε μια σύνθεση περιβαλλόμενη από τη μουσική, την εκφραστικότητα των κινήσεων, τα σκηνικά, το φωτισμό, τα κοστούμια. Κάπως έτσι έπιασα τον εαυτό μου να συγκροτεί τη δική του υποκειμενική ανάγνωση της παράστασης την οποία τώρα αποτολμώ να χωρέσω σε λέξεις.
Στην πρώτη χορογραφία, Solo echo, της Καναδής χορογράφου Christal Pite (συνεργάτιδας του NDT από το 2008) παρακολουθούσα – υπό τη συνοδεία σονάτων του Brahms – το σόλο των χορευτών να κλιμακώνεται σταδιακά σε ένα δυναμικό σύνολο που δρα – και εν δυνάμει σκέφτεται θα μπορούσα να πω – συλλογικά. Μπροστά από ένα φόντο στροβιλισμού χιονονιφάδων κατά τους δημιουργούς, ή σύμπαντος και ταξιδιού αστερισμών στα δικά μου μάτια, οι χορευτές ελίσσονται σε δυναμικούς σχηματισμούς που άλλοτε ενώνονται, άλλοτε αναδεικνύουν έναν, άλλοτε συντρίβουν κάποιον, έρχονται, φεύγουν, φωνάζουν.
Η αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να σταθεί ως συλλογικό υποκείμενο: από τη μια χτίζει κοινότητες, από την άλλη τις γκρεμίζει, πασχίζει να κρατήσει τον άλλο κοντά του ή τον καταστρέφει. Στο διάλειμμα διάβασα στο πρόγραμμα ότι η χορογραφία είναι εμπνευσμένη από το ποίημα του Mark Strand «Lines for Winter».
Στη δεύτερη χορογραφία, Kleines Requiem, του βραβευμένου και μόνιμου συνεργάτη του NDT Hans van Manen, με την υποβλητική μουσική «μικρό ρέκβιεμ για μια πόλκα» του πολωνού συνθέτη Henryk Mikolaj Górecki, η δράση εκτυλίσσεται μέσα από εναλλασσόμενα ντουέτα. Έπιασα τον εαυτό μου να προσλαμβάνει τη (συγ)κίνηση με όλες τις αισθήσεις: όραση, ακοή αλλά και όσφρηση, ακόμη και γεύση. Αποκορύφωμα της χορογραφίας αποτέλεσε το ντουέτο δύο γυμνών από τη μέση και πάνω χορευτών, ενός μαύρου κι ενός λευκού.
Αρχικά η λογική μου σκέψη επιδόθηκε ακούσια σε συνειρμούς «μηνυμάτων», από τις διακηρύξεις υπέρ της ισότητας λευκών – μαύρων, ως τον αγώνα υπέρ της φυσικότητας του ομοφυλοφιλικού έρωτα. Όμως σύντομα εγκατέλειψα αυτήν την αυτόματη διαδικασία ερμηνείας αφηνόμενη στο ανείπωτο βίωμα. Η αυθεντικότητα της έκφρασής των χορευτών και ο γνήσιος αισθησιασμός που απέπνεε η ακούραστη ένωση και χωρισμός της κίνησής τους, παρέπεμπαν σε κάτι βαθιά ανθρώπινο που υπερβαίνει στερεοτυπικές ή ανατρεπτικές αναγνώσεις παρόμοιων θεμάτων. Άραγε κάπως έτσι δεν συγκροτείται το συλλογικό ασυνείδητο μέσω της τέχνης;
Η κατακλείδα, η χορογραφία Stop-Motion των μόνιμων χορογράφων Sol Leon και Paul Lightfoot – ο τελευταίος και καλλιτεχνικός διευθυντής του NDT I – ήταν επίσης μια εμπειρία πρωτόγνωρη. Ένα πολυσύνθετο δρώμενο με τους χορευτές μπροστά ή πίσω από την προβολή μιας νεαρής μελαγχολικής κοπέλας σε βίντεο σε αργή κίνηση, με σύντομη απαγγελία στην αρχή και σταδιακή μεταμόρφωση της εικόνας ως το τέλος. Οι μουσικές συνθέσεις του Max Richter συνόδευαν τις αναπαραστάσεις των χορευτών σε μια διεργασία που θύμιζε αποχωρισμό και σμίξιμο, θάνατο και γέννηση, φθορά και μεταμόρφωση.
Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς τα μάτια σχεδόν δάκρυσαν: όταν οι ερμηνευτές χόρευαν μέσα στο σύννεφο στάχτης ή όταν στο τέλος πια η σκηνή άρχισε να απογυμνώνεται από τα σκηνικά της, ώσπου έμειναν μόνο τα σώματα μπροστά από τα παρασκήνια και τα φώτα της οροφής; Ασυναίσθητα μου ήρθε στο νου μια πρόταση από το θεατρικό κείμενο της φίλης που με συνόδευε: «Όλοι μαζί και ο καθένας μόνος. Έτσι γεννιόμαστε κι έτσι πεθαίνουμε».
Στην έξοδο οι παρέα μου σχολίαζε πόσο χαρακτηριστικό των Ολλανδών είναι η ανάδειξη της ομαδικότητας και η ομορφιά της απλότητας. Αργότερα αναρωτιόμουν ποια διαδικασία κρύβεται πίσω από αυτό το σχεδόν τέλειο αποτέλεσμα. Σκληρή δουλειά, πειθαρχία, υψηλές απαιτήσεις, στρες, έλλειψη προσωπικού χρόνου, θυσίες αλλά και ευχάριστες στιγμές, συγκινήσεις. Παράλληλα και ανταγωνισμός, συγκρούσεις, αλλοτρίωση.
Άραγε οι καλλιτέχνες πώς τοποθετούνται σε σχέση με το έργο τους; Πόση ελευθερία και συνέργεια ερμηνευτή – χορογράφου υπάρχει στην πορεία προς τη δημιουργία του τελικού προϊόντος; Ένα ερώτημα που σίγουρα δεν απαντάται όσο διαχωρίζουμε -τεχνηέντως και ίσως λόγω κοινωνικών καταβολών – τους εαυτούς μας σε κοινό και δημιουργό, σε (παθητικό) δέκτη και (ενεργό) υποκείμενο, σε αυτόν που αναθέτει και αυτόν που φέρει την ευθύνη.