Άννεκε Ιωαννάτου-Βιζέ

Άννεκε Ιωαννάτου-Βιζέ
Standard

Η Άννεκε Ιωαννάτου γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1947 στην Ολλανδία, όπου τέλειωσε το ουμανιστικό (ερασμιακό) γυμνάσιο και σπούδασε κλασική φιλολογία, νεοελληνική φιλολογία και συγκριτική γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης. Continue reading

Eκτός συνόρων, #5

lesego
Standard

Αυτή την εβδομάδα δεν θα πάμε πολύ μακριά από τα συνήθη ενδιαφέροντά μας, στα πλαίσια της εβδομαδιαίας στήλης του taal.gr με φρέσκα κι ενδιαφέροντα νέα απ” όλον τον κόσμο.

Η 17 Απριλίου ήταν ημέρα ποίησης για το Φεστιβάλ Μαύρης Κληρονομιάς του Λάγος (Νιγηρία). Η φετινή εκδήλωση ήταν αφιερωμένη στους μεγάλους μαύρους ποιητές Αϊμέ Σεζάρ και Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι απαγγελίες συνοδεύτηκαν και από μουσικές μεγάλων ονομάτων όπως The Steve Rhodes Orchestra και του Orlando Julius. Από αυτή την ευτυχή μίξη μουσικής και στίχου δεν γινόταν να λείπει και ο εικονιζόμενος Νοτιοαφρικανός ποιητής Lesego Rampolokeng.


Την ίδια μέρα, στο Βέλγικο Όουστεντε, γνωστοί λογοτέχνες και άγνωστοι αναγνώστες απότισαν για δεύτερη μέρα φόρο τιμής στον μεγάλο Ούγκο Κλάους, ο οποίος πέθανε πριν δυο χρόνια. Κι εδώ δε θα μπορούσε να λείψει η μουσική: ο Bert Ostyn  των Absynthe Minded τραγούδησε ένα μελοποιημένο ποίημα του Κλάους. Οι διήμερες εκδηλώσεις συνδέονται με την αγάπη που έδειξε ο Κλάους στο Όουστεντε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Στις εκδηλώσεις παραβρέθηκαν μεταξύ άλλων οι Χέρριτ Κομράι και Ράμσεϊ Νασρ.


Κι αφού αναφερθήκαμε στον πατέρα, ας αναφέρουμε ότι ο Τόμας Κλάους, γιος του Ούγκο, τέλειωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Lucas Somath«, το οποίο και μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις SU.


Αυτή η εβδομάδα είναι και «Εβδομάδα των Κλασικών» στην Ολλανδία. Λογικό είναι ένας τέτοιος θεσμός να αποτίει φόρο τιμής και στην αρχαία Ελληνική γραμματεία. Με σημαντικότερο νέο την κυκλοφορία μιας νέας έκδοσης της Ιλιάδας του Ομήρου, μεταφρασμένης από τον εικονιζόμενο Πατρίκ Λατέρ, η οποία χαιρετήθηκε με ενθουσιασμό από τους κριτικούς. Να σημειωθεί ότι οι δύο προηγούμενες μεταφράσεις της Ιλιάδας στα Ολλανδικά είχαν κυκλοφορήσει το 1956 και το 1980 αντίστοιχα.

Ο Γιάννης Ιωαννίδης στο taal.gr

yannis_ioannidis
Standard

Συνεχίζουμε τις συζητήσεις με μεταφραστές της ολλανδικής γλώσσας στα Ελληνικά με τον Γιάννη Ιωαννίδη, τον μεταφραστή της Θλίψης του Βελγίου και άλλων βιβλίων του Ούγκο Κλάους. Εδώ μπορείτε να βρείτε το βιογραφικό του Γιάννη Ιωαννίδη.

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η κύρια δυσκολία της μετάφρασης από τα Ολλανδικά στα Ελληνικά;

Κάθε γλώσσα έχει τη δική της δυσκολία. Το πρόβλημα του μεταφραστή εστιάζεται κυρίως στη δυνατότητα που θα δώσει στον έλληνα αναγνώστη να απολαύσει το κείμενο με το ίδιο σχεδόν τρόπο που το απόλαυσε και ένας ξένος. Και τονίζω τη λέξη σχεδόν, διότι σε κάθε μετάφραση, ένα μικρό μέρος πάει χαμένο. Υπάρχουν εκφράσεις, ιδιωματισμοί, χιουμοριστικοί διάλογοι, παροιμίες, που είτε είναι αδύνατον να μεταφρασθούν, είτε κατά τη μετάφραση χάνουν λίγο ως πολύ από τη λάμψη του πρωτότυπου. Η ολλανδική βρίθει από σύνθετες λέξεις, οι οποίες πολλές φορές χρειάζεται να μεταφρασθούν περιφραστικά. Έτσι όμως το κείμενο χάνει ένα μέρος από την αρχική του πυκνότητα. Για αυτό το λόγο προσπάθησα πολλές φορές να δημιουργήσω δικές μου σύνθετες λέξεις στα ελληνικά.

Ποια ήταν κατά τη γνώμη σας η κύρια δυσκολία της μετάφρασης της «Θλίψης του Βελγίου»; Αλλά και ποια η κύρια ευχαρίστηση που αποκομίσατε κατά τη μετάφραση αυτού του βιβλίου;

Εδώ θα πρέπει πρώτα να γίνει μια διευκρίνιση. Τα Φλαμανδικά δεν είναι ξεχωριστή γλώσσα. Είναι διάλεκτος της ολλανδικής. Μια πρώτη δυσκολία λοιπόν ήταν οι πάμπολλες διαλεκτικές εκφράσεις. Δεύτερον, η θαυμάσια, αλλά εντελώς ιδιόμορφη, πυκνή κι ελλειπτική γλώσσα του Κλάους, ο οποίος καταφέρνει σε κάποια σημεία να λέει τα πιο σκληρά – ως και χυδαία – πράγματα με έναν εντελώς δικό του ποιητικό τρόπο. Και τρίτον οι πολλές υποσημειώσεις μετά από τεράστια έρευνα της μεσοπολεμικής ιστορίας του Βελγίου. Ως προς τη δεύτερη ερώτησή σας, έχω να πω, ότι μια μετάφραση μοιάζει λίγο πολύ με την κύηση και τη γέννα. Η ευχαρίστηση υπάρχει κατά τη σύλληψη και μετά τη γέννα, όταν πια κρατάς το παιδί στα χέρια σου.

Πόσο καιρό σας πήρε η μετάφραση της «Θλίψης του Βελγίου»;

Η μετάφραση μού πήρε δεκατέσσερις μήνες περίπου και άλλους οκτώ η συνεργασία με την επιμελήτρια. Η επιμελήτρια χρησιμοποίησε συγκριτικά την γαλλική και την αγγλική μετάφραση, η οποία, παρεμπιπτόντως, ήταν φρικτή.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας Ολλανδοί / Φλαμανδοί συγγραφείς;

Έχω μια αδυναμία στους κλασικούς, όπως ο Κλάους, ο Μούλις, ο Χέρμανς, η Χάασε, ο Σίμπελινκ, γατί μου αρέσει η κλασική χρήση της ολλανδικής γλώσσας, που για πολλούς θεωρείται λίγο ξεπερασμένη. Ωστόσο, μου αρέσουν και νεότεροι συγγραφείς όπως ο Γκρούνμπεργκ λόγου χάρη.

Τι έχετε να πείτε για την ποσότητα και την ποιότητα των Ολλανδικών / Φλαμανδικών μεταφράσεων στα Ελληνικά;

Αν δούμε το μέγεθος της Ολλανδίας, αλλά και το εκδοτικό μέγεθος της Ελλάδας, πιστεύω πως έχει μεταφρασθεί αρκετά μεγάλος αριθμός ολλανδικών βιβλίων στα ελληνικά. Όσο για την ποιότητα των μεταφράσεων στα ελληνικά, δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη γιατί δεν διαβάζω ολλανδικά βιβλία στα ελληνικά. Έπειτα θα έμοιαζε σαν να ευλογάω τα γένια μας.

Συμμετέχετε στην επιλογή των βιβλίων που μεταφράζετε; Κάνετε προτάσεις στους εκδότες;

Πάντα, διότι έχω μια αρχή. Δεν μεταφράζω ποτέ βιβλίο που δεν μου αρέσει. Υπάρχουν βιβλία, τα οποία έχω απορρίψει και μεταφράστηκαν στα ελληνικά από άλλους μεταφραστές. Ξέρετε, η μετάφραση για μένα δεν είναι βιοπορισμός, είναι απλά χόμπι, που μου αποδίδει και κάποιο χαρτζιλίκι, αν αναλογισθείτε κανείς τον χρόνο και την ενέργεια, που καταναλώνω.

Τι βρίσκετε ενδιαφέρον στην ολλανδική/φλαμανδική γλώσσα και την ολλανδική/φλαμανδική λογοτεχνία;

Όπως είπα και προηγουμένως, η ολλανδική βρίθει από σύνθετες λέξεις και ιδιωματικές εκφράσεις και παροιμίες. Αποτελεί λοιπόν πρόκληση για ένα μεταφραστή. Όσο για την λογοτεχνία, αυτή ασχολήθηκε στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα με την αποικιοκρατία και τις αποικιοκρατικές βαναυσότητες των Ολλανδών, κυρίως στην Ινδονησία (Μουλτατούλι, Κουπίρους, Χάασε κλπ). Μεταπολεμικά η θεματική της ήταν κυρίως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι συνέπειές του, αλλά και η κριτική στον μεσαιωνικό σκοταδισμό του καθολικισμού, κυρίως όμως του προτεσταντισμού (Κλάους, Χέρμανς, Σίμπελινκ κλπ). Έχει λοιπόν ενδιαφέρον να δούμε την κριτική της αποικιοκρατίας από τους ίδιους τους Ολλανδούς, όπως και την κριτική στον σκοταδισμό της θρησκοληψίας.

Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τα Ολλανδικά / Φλαμανδικά;

Η σχέση μου με τα ολλανδικά ξεκίνησε από τη στιγμή, που πήρα το 1985 την απόφαση να εγκατασταθώ στην Ολλανδία για προσωπικούς λόγους. Θεωρώ υποχρέωση του κάθε αλλοδαπού να μαθαίνει την γλώσσα της νέας πατρίδας του, να προσπαθεί να ενσωματωθεί χωρίς όμως να αφομοιωθεί. Η καλή γνώση της γλώσσας με βοήθησε επίσης να γίνω γρήγορα αποδεκτός στην κοινωνία και να μην νιώσω ποτέ ξεκομμένος.

Μένετε εκτός Ελλάδας. Πώς επηρεάζει αυτό (αν επηρεάζει) την σχέση σας με τα Ελληνικά εκδοτικά δρώμενα;

Δεν την επηρεάζει καθόλου. Μετά από δεκαεφτά βιβλία, μπορώ να πω ότι θεωρούμαι πια καθιερωμένος μεταφραστής της ολλανδικής. Όποιος θέλει να με βρει, με βρίσκει. Εξάλλου δεν έχει σχέση σε ποια χώρα μεταφράζεις ένα βιβλίο. Όσο για τα δρώμενα, μην ξεχνάτε, ότι υπάρχει και το διαδίκτυο.

Ποια είναι η κύρια συμβουλή που θα δίνατε σ’ έναν μεταφραστή στα πρώτα του βήματα;

Να μην καταπιέσει τον εαυτό του όσον αφορά τον χρόνο παράδοσης και να μη διστάζει να ρωτά άλλους με μεγαλύτερη εμπειρία. Να δίνει μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια, έστω κι αν μέσα του πιστεύει πως δεν θα την προσέξει κανείς. Η βιασύνη και η μη προσοχή στις λεπτομέρειες λειτουργεί εις βάρος της ποιότητας. Βέβαια εδώ θα πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ βιοπορισμού και ποιότητας. Η ποιότητα απαιτεί χρόνο.

Από τα βιβλία που έχετε μεταφράσει από τα Ολλανδικά, ποιο είναι εκείνο που ξεχωρίζετε ως αναγνώστης;

Όλα τα βιβλία που μετάφρασα με ικανοποίησαν πρώτα σαν αναγνώστη, αλλιώς δεν θα τα μετάφραζα. Εντάξει, η Θλίψη του Βελγίου είναι το καμάρι μου γιατί ο χρόνος και ο κόπος που απαίτησε η μετάφραση ήταν τεράστιος.

Υπάρχει κάποιο ολλανδικό/φλαμανδικό βιβλίο που θα θέλατε να μεταφράσετε ή να είχατε μεταφράσει;

Το Cesarion (Καισαρίων) του Τόμι Βίρινγκα. Επίσης τα ήδη μεταφρασμένα: Η Ανακάλυψη του Ουρανού του Χάρι Μούλις και η Τίρζα του Άρνον Γκρούνμπεργκ.

Τι μεταφράζετε αυτή την περίοδο;

Μόλις τελείωσα τον Αγγελιοφόρο του Καντέρ Αμπντολάχ. Μια βιογραφία του Μωάμεθ. Αυτή την περίοδο διαβάζω κάποια βιβλία για να επιλέξουμε το επόμενο.

Γιάννης Ιωαννίδης

Standard

O Γιάννης Ιωαννίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953 και σπούδασε στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή. Ασχολήθηκε με το θέατρο για πέντε χρόνια. Από το 1983 ως το 1993 έζησε στη Ολλανδία, όπου σπούδασε ολλανδικά και εργάστηκε επαγγελματικά εκτός των άλλων και ως μεταφραστής σε διάφορα μεταφραστικά γραφεία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα με τα διπλώματα και τις συστατικές επιστολές των μεταφραστικών γραφείων, η πρεσβεία της Ολλανδίας στην Ελλάδα τον συμπεριέλαβε στην λίστα των επίσημων μεταφραστών της. Ασχολήθηκε με τον αθλητισμό σαν επαγγελματίας προπονητής μπάσκετ. Από το 2005, ζει μόνιμα στη Ολλανδία και εργάζεται στην Ελληνική Πρεσβεία της Χάγης.

Έχει μεταφράσει τα ακόλουθα βιβλία:

Ούγκο Κλάους: Οι φήμες (Ευρωπαϊκό Αριστείον) (Καστανιώτης)
Ανολοκλήρωτο παρελθόν (Καστανιώτης)
Η θλίψη του Βελγίου (Καστανιώτης)
Ο Πειρασμός (Καστανιώτης)
Αμπντελκάντερ Μπενάλι: Παραθαλάσσιος γάμος (Κέδρος)
Μαριέτα -Στάθη Σχόρελ: Ένα στίλβον ποδήλατο (Πατάκης)
Ντούσκα Μέισινγκ: Ο δεύτερος άνθρωπος (Καστανιώτης)
Βίλεμ Φρέντερικ Χέρμανς: Ο σκοτεινός θάλαμος του Δαμοκλή (Καστανιώτης)
Χέλα Χάασε: Οι βαρόνοι του τσαγιού (Καστανιώτης)
Μια πιο καινούργια διαθήκη
(Υπό έκδοση)
(Καστανιώτης)
Ματάις Φαν Μπόξελ: Η εγκυκλοπαίδεια της βλακείας (Αλεξάνδρεια)
Άρνον Γκρούνμπεργκ: Πόνος φάντασμα
(Υπό έκδοση)
(Αλεξάνδρεια)
Τέσα ντε Λοο: Οι δίδυμες (Γκέμα)
Ζεράρ Μποτιφέ: Διοτίμα (Ιδιωτική μετάφραση)
Καντέρ Αμπντολάχ: Το σπίτι του τεμένους (Καστανιώτης)
Ο Αγγελιοφόρος
(Υπό έκδοση)
(Καστανιώτης)

Διαβάστε εδώ μια ενδιαφέρουσα συνομιλία με τον Γιάννη Ιωαννίδη αποκλειστικά για το taal.gr.

Η θλίψη του Βελγίου

verdriet_van_belgie
Standard

Αυτή την περίοδο και μετά από αναγνώσεις μηνών (για να μην πω “ετών”), ολοκληρώνω το διάβασμα του μεγαλειώδους βιβλίου του Ούγκο Κλάους «Η Θλίψη του Βελγίου«. Όπου το  «ολοκληρώνω» ας διαβαστεί ως κάτι σχετικό, μια κι ανάγνωση ενός τέτοιου βιβλίου δεν είναι η κλασική, γραμμική, “μια κι έξω”.

Δε θα επιμείνω εδώ περισσότερο στη σημασία του έργου, μια και τα έχουν πει άλλοι καλύτερα και πριν από μένα. Στο μέλλον, βέβαια, θα επανέλθω και στο βιβλίο και στον συγγραφέα, αυτόν τον ανεπανάληπτο πεζογράφο και ποιητή.

Η πρώτη προσέγγιση με τον Claus συνοδεύεται από τις σχετικές αναγνωστικές παρενέργειες απέναντι σε κάτι “κλασικό”. Δέος μπροστά στον όγκο της δουλειάς, αμφιβολία για το κατά πόσο κάτι τόσο μεγάλο θα μας αφορά πραγματικά.

Κι όμως, παρά τη “θλίψη” στον τίτλο και αυτό το βιβλίο και τα υπόλοιπα έργα του Κλάους δεν αργούν να σε αιχμαλωτίσουν. Προσωπικά θεωρώ μεγάλη παράλειψη το ότι ένας τέτοιος λογοτέχνης δεν πήρε το Νόμπελ όσο ζούσε και -όσο κλισέ κι αν ακουστεί- αμφιβάλλω αν στο μέλλον θα ξαναβγεί ένας τέτοιας εμβέλειας χειριστής της φλαμανδικής/ολλανδικής γλώσσας.

Θερμά συγχαρητήρια αξίζουν στον Καστανιώτη για μια ακόμα προσεγμένη σ” όλα έκδοση και κυρίως στον Γιάννη Ιωαννίδη για μια μετάφραση που αναμετράται «στα ίσια» με το πρωτότυπο, πραγματώνοντας μνημειώδεις μεταγραφές που μεταγγίζουν πολλά και στη δική μας γλώσσα.

Αν θα έπρεπε να συνοψίσω αυτό που ξεχωρίζει τον Κλάους σε λίγες λέξεις, θα έλεγα ότι πρόκειται για την ικανότητά του να μην αφήνει στιγμή ούτε τη γλώσσα ούτε την πλοκή να πάρουν προβλέψιμους δρόμους. Αυτό σε συνδυασμό με το θανατηφόρο χιούμορ αλλά και την ποιητική ευαισθησία του, κάνουν την ανάγνωση της θλίψης του Βελγίου μια άκρως απολαυστική εμπειρία.

Αντί επιλόγου, δυο τυχαία σταχυολογήματα από τις κοντά 600 σελίδες του τόμου:

«“Μακριά τα χέρια σου, πρόστυχε”, είπε προς το αγόρι που ροχάλιζε και την ίδια στιγμή απόδιωξε δύστροπα και την εικόνα της κόρης του φαρμακοποιού, όπως ήταν καθισμένη πίσω από τον οδηγό του λεωφορείου στο δρόμο για το Βίρεμπεϊκε με ολόκληρη τη θλίψη του Βελγίου στα πλατιά της μάτια, που όπως αντανακλούσαν στο τζάμι έλεγες πως τον κοίταζαν. Από μια χαραμάδα της ξεχαρβαλωμένης πόρτας της αποθήκης κοίταξε τα αστέρια που δεν βρίσκονται εκεί που νομίζουμε πως βρίσκονται, γιατί το φως μερικές φορές κάνει παράξενους ελιγμούς προτού φτάσει σ” εμάς».

«Ο Λουί ονειρεύτηκε δυο αρμαδίλους βαμμένους σε χρώμα παστέλ που ψαχούλευαν σε παραδεισένιους θάμνους και μετά σκαρφάλωσαν άτσαλα σ” ένα ξύλινο ικρίωμα που είχε στηθεί κάτω από το Μπέλφορτ της Βάλε, μια ετοιμόρροπη εξέδρα με σημαίες και λουλουδάτα στεφάνια, επάνω στην οποία στεκονταν ο Σόστερς και ο Ντε Κούνε, μασώντας τσίχλα, φορώντας τη ζώνη με το κρίνο των Προσκόπων. Ήχος τυμπάνων ακουγόταν χαμηλόφωνα. Μια ουβερτούρα. Ήθελε να πάει εκεί, γιατί του έριχναν ικετευτικά βλέμματα, η Μαμά είπε: “Καλά, πήγαινε, μπορείς να πας να τους βοηθήσεις, μα πρώτα πρέπει να χτενίσεις τα μαλλιά σου, έλα, άσε με να το κάνω εγώ.”

Ο Λουί δεν μπόρεσε ν” αντισταθεί, απόθεσε το κεφάλι του στα γόνατά της σαν να το “βαζε σε κούτσουρο χασάπη. Κάτω από το φόρεμα που είχε ζωγραφισμένα μάτια παγονιού έβγαλε ένα καυτό ψαλίδι για φριζάρισμα. “Μαμά, θ” αργήσω. Άκου, τα τύμπανα άρχισαν να δυναμώνουν! Σε παρακαλώ! Έλα τώρα!”, αλλά αυτή συνέχισε να του κατσαρώνει τα μαλλιά, η μπριγιαντίνη τσιτσίρισε.»