Έχω γυρίσει πολλές χώρες, πιο πολλές απ” τα ενήλικα χρόνια μου –όχι ότι είναι και πολλά. Μόνη μου, με τους γονείς, με φίλους, φίλες κι εραστές. Έχω δει αμέτρητους ανθρώπους: καθένας με τη δικιά του γλώσσα, διάλεκτο, θρησκεία. Κάθε χώρα ορίζεται από τη διαφορά της με τις άλλες, με αποτέλεσμα καμία να μην μπορεί να οριστεί πραγματικά. Η Σόνια, η παλιά μου συγκάτοικος, μού είχε πει μια φορά ότι όλες τις χώρες τις ενώνει το γεγονός ότι κατοικούνται από ανθρώπους. Μέχρι που της θύμισα ότι ο κάθε άνθρωπος ορίζεται από τη διαφορά του με τους άλλους, με αποτέλεσμα κανένας μας να μην μπορεί να οριστεί πραγματικά.
Οι μόνοι που μοιάζουν τόσο αφόρητα μεταξύ τους είναι οι ταξιδιώτες: περαστικοί, ήρθαν για να δουν, να κάνουν κάτι, να γνωρίσουν τη χώρα που επισκέπτονται. Κι ας ντύνονται διαφορετικά, κι ας έχουν ο καθένας κι άλλο ποσό στο πορτοφόλι του, όλοι μοιάζουν μεταξύ τους στο γεγονός ότι υπάρχουν για να ορίσουν τη χώρα που επισκέπτονται σαν κάτι διαφορετικό από αυτούς.
Γι” αυτό κι αποφεύγω τα οργανωμένα θέρετρα, όπως ο διάολος το λιβάνι. Γιατί εκεί οι επισκέπτες φαίνονται πεπεισμένοι ότι η χώρα που επισκέπτονται είναι καθ” εικόνα και καθ” ομοίωσή τους. Ή –ακόμα χειρότερα- το ξέρουν ότι δεν είναι έτσι, αλλά η όλη προσποίηση έχει πάψει προ πολλού να ενοχλεί, να έχει σημασία.
Κι ύστερα έχεις ανθρώπους σαν εμένα, επισκέπτες που παρατηρούν τους επισκέπτες. Δεν ξέρω τίποτα παραπάνω απ” αυτούς, αλλά ούτε κι από τους ντόπιους. Δεν προσποιούμαι όμως το αντίθετο.
Τώρα είμαι στον ισημερινό μου, όπως ονομάζω κάθε περίοδο ανάμεσα σε δυο ταξίδια. Είναι η στιγμή που έχεις ξεχάσει το προηγούμενο κι αρχίζεις αμυδρά να ξέρεις πότε θα κάνεις το επόμενο. Τώρα είμαι στη χώρα μου, εκεί όπου οι επισκέπτες όποιον και να κοιτάξουν από τα εκατομμύρια των Ολλανδών, θα δουν το ίδιο πράγμα.
Αν είχα βρει έναν τρόπο, δε θα γυρνούσα ποτέ ξανά σ” αυτή τη χώρα. Θα ταξίδευα και θα ταξίδευα, μέχρι να βρω εκείνον τον τόπο απ” τον οποίο δε θα ήθελα ποτέ να ξαναφύγω – αν υπάρχει. Πρέπει όμως να επιστρέφω, γιατί ο χρόνος είναι χρήμα κι εγώ τώρα κάνω οικονομίες για να αγοράσω χρόνο όσο πιο μακριά γίνεται από τούτο το σαπισμένο βάλτο.
Γράφω τούτες τις γραμμές σ” ένα διάφανο μικροσκοπικό κουβούκλιο. Για να μ” ακούσουν οι απέξω, πρέπει πρώτα να πατήσω το κουμπί του μικροφώνου. Γράφω περιμένοντας τον επόμενο πελάτη αυτού του βενζινάδικου στην άκρη της πόλης. Απόψε έχω βάρδια, νυχτερινή, γιατί οι ολονύχτιες βάρδιες πληρώνονται καλύτερα κι άρα επιταχύνουν το χρόνο της επόμενης αναχώρησης.
Δουλεύω σε βενζινάδικο, αλλά δεν πουλάω βενζίνη. Το πρατήριο είναι από εκείνα στα οποία οι πελάτες εξυπηρετούνται μόνοι τους. Εκείνα που τους δόθηκε το άχαρο όνομα «μη επανδρωμένα», προφανώς από ανθρώπους που δεν είχαν δει ποτέ μια γυναίκα σαν εμένα να δουλεύει σε κάποιο από αυτά. Εκτός κι αν βάζουν γυναίκες σ” αυτές τις θέσεις, ακριβώς για να δικαιολογήσουν τη συγκεκριμένη λέξη, αλλά δεν το νομίζω.
Παλιά οι πελάτες έπρεπε να έρθουν μέσα για να πληρώσουν σε μένα, στο ταμείο. Αλλά εδώ και λίγο καιρό έχουν εγκαταστήσει ένα καινούριο σύστημα και πληρώνουν δίπλα από την αντλία με τις κάρτες τους. Σε μένα έρχονται μόνο όσοι δεν έχουν κάρτες, αυτή η μειοψηφία που επιμένει να χρησιμοποιεί μετρητά. Δουλειά μου είναι να προσέχω ότι πληρώνουν τα σωστά και οι μεν και οι δε.
Οι πιο πολλοί που έρχονται εδώ μέσα πάντως, θέλουν ν” αγοράσουν κάτι από το μαγαζάκι. Κι εδώ παίρνεις μόνος σου ό,τι θες, αλλά πρέπει να έρθεις σε μένα για να πληρώσεις. Αν δεν έχεις κάνει τη δουλειά που κάνω, δεν μπορείς να φανταστείς τι απίθανα πράγματα αγοράζει ο κόσμος μες τη μέση της νύχτας. Ούτε ότι τα περισσότερα απ” αυτά τα έχουμε κιόλας στα ράφια.
Σήμερα είναι καθημερινή. Ήταν ήσυχη νύχτα, πολλές οι ώρες της αδράνειας. Διάβασα κάμποσα κεφάλαια από ένα βιβλίο του Μπεναλί, ενώ το ραδιόφωνο έπαιζε ασταμάτητα, μέχρι που κουράστηκα και τα έκλεισα και τα δύο. Αν ο βασικός σκοπός μου είναι να πληθύνουν οι αναχωρήσεις μου, ο αμέσως επόμενος είναι να τιθασσεύσω την αδράνεια που καραδοκεί όταν δεν ταξιδεύω. Να ταξιδέψω στην ακινησία μου, στο διάλειμμα ανάμεσα στις στιγμιαίες διασταυρώσεις μου με τα ταξίδια των άλλων.
Ξεκινάω απόψε με τούτο το χαρτί. Γραμμένο σκόπιμα με χάλια γραφικό χαρακτήρα, για να μην μπορεί να δει τι γράφω η κάμερα που παρακολουθεί αν παρακολουθώ σωστά τις οθόνες του συστήματος κλειστής παρακολούθησης μπροστά μου. Δεν ξέρω ποιος με βλέπει -κι ούτε καίγομαι να μάθω.
Αλλά να, αν έγραφες ένα γράμμα στον καλύτερό σου φίλο, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελες, είναι ένας άγνωστος να κοιτάει πάνω από την πλάτη σου. Πολύ περισσότερο τώρα που το γράμμα δεν έχει κανέναν παραλήπτη συγκεκριμένα, σαν ένα γυάλινο μπουκάλι φαγωμένο απ” τα αλάτια του ωκεανού, που κουβαλάει ένα μήνυμα μέσα του.
Ingrid
Το taal.gr θα δημοσιεύσει και τα επόμενα γράμματα της Ingrid που θα λάβει. © Ingrid / taal.gr