Ποιητές και πεζογράφοι

dichters_deurbellen
Standard

Όμορφο πόστερ από μια περσινή εκδήλωση στη Χάγη. Στα κουδούνια είναι τα ονόματα των ποιητών που συμμετείχαν.

Αυτονόητο είναι κάθε χώρα να έχει τις δικές της λογοτεχνικές ιδιαιτερότητες. Όπως και στις τρεις χώρες τις οποίες παρακολουθεί το λογοτεχνικό περισκόπιο του taal.gr (Ολλανδία, Βέλγιο, Νότια Αφρική). Σήμερα θ” αναφερθώ σε μια τέτοια ιδιαιτερότητα.

Πρόκειται για την ενασχόληση των λογοτεχνών τόσο με την ποίηση όσο και με την πεζογραφία. Και δεν μιλάω εδώ για πεζογράφους που βγάζουν και δυο-τρεις ποιητικές συλλογές ή για ποιητές που περιστασιακά αποφασίζουν να εκδόσουν ένα μυθιστόρημα ή μια συλλογή διηγημάτων.

Αλλά για σχεδόν ισότιμη ενασχόληση και με τα δύο είδη. Ή για αναγνωρισμένους ποιητές, οι οποίοι εκδίδουν τακτικά και μυθιστορήματα και το ανάποδο. Στα παραπάνω δεν αλλάζει τίποτα -το αντίθετο- αν προσθέσω και τον δοκιμιακό λόγο.

Ενώ στα δικά μας έχει επικρατήσει εκείνοι που  υπηρετούν την ποίηση να μην «καταδέχονται» να ασχοληθούν με την πεζογραφία αλλά και ελάχιστοι πεζογράφοι να εκφράζονται μέσω ποιητικών συλλογών, οι οποίες όταν βγαίνουν παραμένουν στο περιθώριο του έργου τους.

Όταν δε κάποιος κινείται ανάμεσα στα δύο είδη, αρχίζει να ξεφεύγει συστηματικά από τα ραντάρ των ανθολόγων. Τρανό παράδειγμα ο Αρανίτσης το έργο του οποίου ξεδιπλώνεται με την ίδια άνεση στις περιοχές της πεζογραφίας, του δοκιμίου και της ποίησης.

Στις χώρες που προανέφερα όμως, το πέρασμα από τον ένα στον άλλο λόγο είναι πιο απενεχοποιημένο και δίνει και εξαιρετικά αποτελέσματα. Το πιο αυτονόητο εδώ είναι να αναφέρω τον Ούγκο Κλάους o oποίος αποτελεί πρότυπο για όλους τους άλλους τόσο με τα μυθιστορήματα όσο και με τα ποιήματά του. Αξιοπρόσεκτο ότι και στους δύο χώρους έχει παράγει τόσο πολύ έργο, που οι περισσότεροι «full-time» ποιητές/πεζογράφοι δεν μπορούν να φτάσουν (αριθμητικά μιλώντας).

Αλλά και φτασμένοι πεζογράφοι, όπως η πασίγνωστη συγγραφέας παιδικών βιβλίων Άννι Σμιτ έχει αφήσει πίσω και κάποια από τα πιο αγαπημένα ποιήματα (για παιδιά και όχι μόνο). Αξιόλογο ποιητικό έργο έχει να παρουσιάσει κι ένας άλλος συγγραφέας παιδικών βιβλίων, ο Τόουν Τέλεχεν.

Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα, γιατί πραγματικά είναι πάρα πολλοί οι λογοτέχνες που ακολουθούν την ίδια τακτική. Ενδεικτικά αναφέρω κάποια πολύ γνωστά ονόματα: Σίμον Βίνκενοχ, Ρέμκο Κάμπερτ, Μπράιτεν Μπράιτενμπαχ, Τομ Λανουά, Χέριτ Κομράι.

Τώρα γιατί οι Έλληνες δεν είναι τόσο πολυπράγμονες, δεν ξέρω να σας πω με σιγουριά. Κάποιες υποθέσεις μόνο: έχει να κάνει με μια παραδοσιακή «ρομαντική» προσκόλληση μέχρι εσχάτων στην ποίηση η οποία κοιτάει κάπως υποτιμητικά τα υπόλοιπα (άρα και την πρόζα). Καθώς και με μια σαφή μονομέρεια των μεγάλων εκδοτικών οίκων προς τη μεριά της πεζογραφίας η οποία παραμερίζει μέχρι ασφυξίας μη ευπώλητα είδη την  ποίηση.

Προσωπικά βρίσκω τουλάχιστο θαρραλέα την ολλανδική αντιμετώπιση. Γιατί αν μη τι άλλο δείχνει ότι οι λογοτέχνες δεν επαναπεύονται στις όποιες δάφνες τους αλλά εκτίθενται στην κριτική και από άλλα είδη.

Annie M.G. Schmidt

Περί βιβλιοδεσίας

apanta_claus
Standard

Τα ποιητικά άπαντα του Hugo Claus, ένα από τα αγαπημένα αποκτήματα της βιβλιοθήκης μου

Γράφοντας το κείμενο για τον Komrij, τον κατ” εξοχήν ανθολόγο της ολλανδικής ποίησης και ανατρέχοντας στην βιβλιοθήκη μου για τα σχετικά βιβλία, διαπίστωσα γι” άλλη μια φορά την υπεροχή των σχετικών ολλανδικών εκδόσεων. Αποφάσισα, λοιπόν, να γράψω δυο λόγια γι” αυτό. Ας θεωρηθούν τα γραφόμενά μου σαν μια καταγραφή των θετικών μου διαπιστώσεων ως αναγνώστρια κι όχι σαν μια γενίκευση σχετικά το τι πάει καλά στην Ολλανδία και λιγότερο καλά εδώ. Εξάλλου, για κάθε κανόνα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις του.

Εκείνο, λοιπόν, που μου κάνει εντύπωση όσο αυγαταίνει η ταπεινή συλλογή μου από βιβλία και ανθολογίες ποίησης στα Ολλανδικά, τα Φλαμανδικά και τα Αφρικάανς, είναι η ευκολία χρήσης και ανάγνωσής τους. Και δεν μιλάω εδώ με γλωσσικά κριτήρια, αλλά με κριτήρια «στησίματος» και βιβλιοδεσίας. Εξωτερικά μιλώντας, διακρίνω δύο τάσεις: τα μικρά, ελαφρά βιβλία «τσέπης» και τα σκληρόδετα. Όχι άγνωστες και στα δύο είδη είναι η καλύτερης ή χειρότερης ποιότητας κασετίνες που ενώνουν τους τόμους μιας συλλογής.

Τα μικρά βιβλία που προανέφερα μου θυμίζουν το θρυλικό 100άρι του Βίπερ («ποιητική ανθολογία Παπύρου») με το οποίο πρωτοήρθα σε επαφή με την ελληνική ποίηση σε τρυφερή ηλικία: φαίνονται «φτηνά», αλλά δεν είναι. Κουβαλιούνται όπου θες και φυλλομετρούνται με άνεση, πράγμα πολύ σημαντικό όταν ψάχνεις ένα συγκεκριμένο ποίημα. Και παρόλο που είναι μικρά, δεν έχουν σχέση με π.χ. τις ανάλογες κυκλοφορίες των Ελληνικών εφημερίδων που δίνουν μια αίσθηση που μου αρέσει να την αποκαλώ «του χασαπόχαρτου». Κι όπως εγώ τότε παλιά είχα ξεκοκκαλίσει το 100άρι Βίπερ, έτσι μπορώ να φανταστώ και τωρινά νέα παιδιά να εξοικιώνονται με τους Ολλανδούς ποιητές μέσω αυτών των εκδόσεων.

Για να δώσω ένα ανάλογο παράδειγμα εδώ, να αναφέρω τη φοβερή συγκεντρωτική έκδοση του Ίκαρου για τα ποιήματα του Ελύτη. Αν και η τελευταία αναδίδει σαφώς έναν παραπάνω τόνο πολυτέλειας από τις Ολλανδικές που έχω στα χέρια μου, με πιο γυαλιστερό και βαρύτερο χαρτί. Και με πολύ μεγαλύτερη πυκνότητα γραμμών. Σαν συμπέρασμα, θα ευχόμουν οι Έλληνες εκδότες να κοιτούσαν κι αυτή τη λιγότερο εντυπωσιακή αλλά ασύγκριτα πιο εύχρηστη μορφή για τις συλλογές και ανθολογίες τους, από το στάνταρ μέγεθος που συναντάμε τώρα σε σχετικά βιβλία.

Στο άλλο άκρο έχουμε τα σκληρόδετα, μεσαίου κυρίως βάρους. Πάλι όμως πρόκειται για βιβλία που ανοίγουν με ευκολία και που μπορείς άνετα να σταθείς σε οποιαδήποτε σελίδα τους, χωρίς να χρειαστείς να τα κρατάς συνέχεια ή να τα συγκρατείς με κάποιο αυτοσχέδιο βαρίδι σε κάποιο τραπέζι. Ένα Ελληνικό παράδειγμα είναι η καταπληκτική ανθολογία  «Αίμος» με Βαλκανική ποίηση από το Αντί, αν και πάλι πρόκειται για βιβλίο με βαρύτερο χαρτί και εξώφυλλο από την μέση Ολλανδική σκληρόδετη ανθολογία.

Δεν είμαι ειδική επί του θέματος, για να ξέρω το κόστος των σχετικών εκδόσεων, αλλά είμαι πεπεισμένη ότι οι ολλανδικές και βέλγικες εκδόσεις που έχω στη βιβλιοθήκη μου κοστίζουν λιγότερο στην παραγωγή τους από τον μέσο ελληνικό όρο. Την ίδια στιγμή είναι πιο ευανάγνωστες. Ίσως εδώ βοηθάει και το μορφολογικό γεγονός ότι τα Ολλανδικά χρειάζονται λιγότερες συλλαβές από τα Ελληνικά για να πουν αυτό που θέλουν. Αλλά πάλι δε νομίζω ότι αυτός είναι ο μόνος λόγος που και ανοίγοντας πλέον τα βιβλία, οι σελίδες φαντάζουν πιο τακτοποιημένες και ο αναγνώστης δεν κουράζεται να περιηγείται στα διάφορα ποιήματα.

Less is more λένε οι Άγγλοι και αυτό το εφαρμόζουν πολύ καλά και οι Ολλανδοί. Ξανακοιτώντας τα σχετικά βιβλία της βιβλιοθήκης μου υπό το πρίσμα της παρούσας ανάρτησης, συνειδητοποιώ ότι τελικά η σοφή χωροθέτηση των λευκών χώρων, των κενών στις σελίδες είναι που δίνει τον «αέρα» που με τη σειρά του αναπνέει ο αναγνώστης.