Περί βιβλιοδεσίας

apanta_claus
Standard

Τα ποιητικά άπαντα του Hugo Claus, ένα από τα αγαπημένα αποκτήματα της βιβλιοθήκης μου

Γράφοντας το κείμενο για τον Komrij, τον κατ” εξοχήν ανθολόγο της ολλανδικής ποίησης και ανατρέχοντας στην βιβλιοθήκη μου για τα σχετικά βιβλία, διαπίστωσα γι” άλλη μια φορά την υπεροχή των σχετικών ολλανδικών εκδόσεων. Αποφάσισα, λοιπόν, να γράψω δυο λόγια γι” αυτό. Ας θεωρηθούν τα γραφόμενά μου σαν μια καταγραφή των θετικών μου διαπιστώσεων ως αναγνώστρια κι όχι σαν μια γενίκευση σχετικά το τι πάει καλά στην Ολλανδία και λιγότερο καλά εδώ. Εξάλλου, για κάθε κανόνα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις του.

Εκείνο, λοιπόν, που μου κάνει εντύπωση όσο αυγαταίνει η ταπεινή συλλογή μου από βιβλία και ανθολογίες ποίησης στα Ολλανδικά, τα Φλαμανδικά και τα Αφρικάανς, είναι η ευκολία χρήσης και ανάγνωσής τους. Και δεν μιλάω εδώ με γλωσσικά κριτήρια, αλλά με κριτήρια «στησίματος» και βιβλιοδεσίας. Εξωτερικά μιλώντας, διακρίνω δύο τάσεις: τα μικρά, ελαφρά βιβλία «τσέπης» και τα σκληρόδετα. Όχι άγνωστες και στα δύο είδη είναι η καλύτερης ή χειρότερης ποιότητας κασετίνες που ενώνουν τους τόμους μιας συλλογής.

Τα μικρά βιβλία που προανέφερα μου θυμίζουν το θρυλικό 100άρι του Βίπερ («ποιητική ανθολογία Παπύρου») με το οποίο πρωτοήρθα σε επαφή με την ελληνική ποίηση σε τρυφερή ηλικία: φαίνονται «φτηνά», αλλά δεν είναι. Κουβαλιούνται όπου θες και φυλλομετρούνται με άνεση, πράγμα πολύ σημαντικό όταν ψάχνεις ένα συγκεκριμένο ποίημα. Και παρόλο που είναι μικρά, δεν έχουν σχέση με π.χ. τις ανάλογες κυκλοφορίες των Ελληνικών εφημερίδων που δίνουν μια αίσθηση που μου αρέσει να την αποκαλώ «του χασαπόχαρτου». Κι όπως εγώ τότε παλιά είχα ξεκοκκαλίσει το 100άρι Βίπερ, έτσι μπορώ να φανταστώ και τωρινά νέα παιδιά να εξοικιώνονται με τους Ολλανδούς ποιητές μέσω αυτών των εκδόσεων.

Για να δώσω ένα ανάλογο παράδειγμα εδώ, να αναφέρω τη φοβερή συγκεντρωτική έκδοση του Ίκαρου για τα ποιήματα του Ελύτη. Αν και η τελευταία αναδίδει σαφώς έναν παραπάνω τόνο πολυτέλειας από τις Ολλανδικές που έχω στα χέρια μου, με πιο γυαλιστερό και βαρύτερο χαρτί. Και με πολύ μεγαλύτερη πυκνότητα γραμμών. Σαν συμπέρασμα, θα ευχόμουν οι Έλληνες εκδότες να κοιτούσαν κι αυτή τη λιγότερο εντυπωσιακή αλλά ασύγκριτα πιο εύχρηστη μορφή για τις συλλογές και ανθολογίες τους, από το στάνταρ μέγεθος που συναντάμε τώρα σε σχετικά βιβλία.

Στο άλλο άκρο έχουμε τα σκληρόδετα, μεσαίου κυρίως βάρους. Πάλι όμως πρόκειται για βιβλία που ανοίγουν με ευκολία και που μπορείς άνετα να σταθείς σε οποιαδήποτε σελίδα τους, χωρίς να χρειαστείς να τα κρατάς συνέχεια ή να τα συγκρατείς με κάποιο αυτοσχέδιο βαρίδι σε κάποιο τραπέζι. Ένα Ελληνικό παράδειγμα είναι η καταπληκτική ανθολογία  «Αίμος» με Βαλκανική ποίηση από το Αντί, αν και πάλι πρόκειται για βιβλίο με βαρύτερο χαρτί και εξώφυλλο από την μέση Ολλανδική σκληρόδετη ανθολογία.

Δεν είμαι ειδική επί του θέματος, για να ξέρω το κόστος των σχετικών εκδόσεων, αλλά είμαι πεπεισμένη ότι οι ολλανδικές και βέλγικες εκδόσεις που έχω στη βιβλιοθήκη μου κοστίζουν λιγότερο στην παραγωγή τους από τον μέσο ελληνικό όρο. Την ίδια στιγμή είναι πιο ευανάγνωστες. Ίσως εδώ βοηθάει και το μορφολογικό γεγονός ότι τα Ολλανδικά χρειάζονται λιγότερες συλλαβές από τα Ελληνικά για να πουν αυτό που θέλουν. Αλλά πάλι δε νομίζω ότι αυτός είναι ο μόνος λόγος που και ανοίγοντας πλέον τα βιβλία, οι σελίδες φαντάζουν πιο τακτοποιημένες και ο αναγνώστης δεν κουράζεται να περιηγείται στα διάφορα ποιήματα.

Less is more λένε οι Άγγλοι και αυτό το εφαρμόζουν πολύ καλά και οι Ολλανδοί. Ξανακοιτώντας τα σχετικά βιβλία της βιβλιοθήκης μου υπό το πρίσμα της παρούσας ανάρτησης, συνειδητοποιώ ότι τελικά η σοφή χωροθέτηση των λευκών χώρων, των κενών στις σελίδες είναι που δίνει τον «αέρα» που με τη σειρά του αναπνέει ο αναγνώστης.